ΧΑΡΙΝ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

NOMOΣ 3528/2007 Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας

Πήγαινε κάτω

NOMOΣ 3528/2007 Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας Empty NOMOΣ 3528/2007 Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Κυρ Ιουν 26, 2011 6:03 pm

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ Αρ. Φύλλου 26
9 Φεβρουαρίου 2007
NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3528
Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτι−
κών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται ο Κώδικας Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών
Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., όπως
καταρτίσθηκε από την Επιτροπή του άρθρου 14 παρ. 1
του ν. 3242/2004, του οποίου το κείμενο έχει ως εξής:
«ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ
ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ν.Π.Δ.Δ.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1
Αρχές του Υπαλληλικού Κώδικα
Σκοπός του παρόντος Κώδικα είναι η καθιέρωση ενι−
αίων και ομοιόμορφων κανόνων που διέπουν την πρό−
σληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση των πολιτικών
διοικητικών υπαλλήλων, σύμφωνα ιδίως με τις αρχές
της ισότητας, της αξιοκρατίας και της κοινωνικής αλ−
ληλεγγύης και την ανάγκη διασφάλισης της μέγιστης
δυνατής απόδοσης κατά την εργασία τους.
Άρθρο 2
Έκταση εφαρμογής
1. Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγονται οι
πολιτικοί διοικητικοί υπάλληλοι του κράτους και των
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
2. Υπάλληλοι ή λειτουργοί του κράτους ή νομικών προ−
σώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι, κατά συνταγματική
ή νομοθετική πρόβλεψη, διέπονται από ειδικές διατάξεις,
καθώς και οι υπάλληλοι των οργανισμών τοπικής αυτο−
διοίκησης, υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος για
όσα θέματα δεν ρυθμίζονται από τις ειδικές γι’ αυτούς
διατάξεις.
Άρθρο 3
Αμφισβήτηση ιδιότητας υπαλλήλου
1. Οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προς την ιδιότητα
του πολιτικού διοικητικού υπαλλήλου, κατά τον παρό−
ντα Κώδικα, ακόμα και αν αναφύεται ως προδικαστικό
ζήτημα σε αστική ή ποινική δίκη, επιλύεται με απόφαση
τριμελούς Επιτροπής του αρμόδιου για την επίλυση
των υπαλληλικών διαφορών Τμήματος του Συμβουλίου
της Επικρατείας.
2. Η Επιτροπή της προηγούμενης παραγράφου συ−
γκροτείται από τον πρόεδρο του προαναφερόμενου
Τμήματος και αποτελείται από τον ίδιο ή τον αναπλη−
ρωτή του και δύο συμβούλους του ίδιου Τμήματος, από
τους οποίους ο ένας ορίζεται ως εισηγητής.
3. Η Επιτροπή επιλαμβάνεται ύστερα από ερώτημα
του δικαστηρίου ή της δημόσιας αρχής, ενώπιον των
οποίων έχει ανακύψει το σχετικό ζήτημα ή ύστερα από
σχετική αίτηση του ενδιαφερομένου.
4. Η αίτηση του ενδιαφερομένου κοινοποιείται με μέ−
ριμνα του ίδιου προς την υπηρεσία του και τις τυχόν
άλλες εμπλεκόμενες δημόσιες αρχές. Τα ερωτήματα
που υποβάλλονται εκ μέρους δικαστηρίου ή δημόσιας
αρχής κοινοποιούνται, με μέριμνα τους, στον ενδια−
φερόμενο και στις αρχές του προηγούμενου εδαφίου.
Ο ενδιαφερόμενος και οι δημόσιες αρχές μπορούν να
υποβάλουν στην Επιτροπή υπόμνημα εντός δέκα (10)
ημερών από την κοινοποίηση σε αυτούς του σχετικού
ερωτήματος ή αίτησης.
5. Η απόφαση της Επιτροπής εκδίδεται εντός είκοσι
(20) ημερών από τις κατά την παρ. 4 του παρόντος
άρθρου, κοινοποιήσεις.
ΜΕΡΟΣ Α΄
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Άρθρο 4
Ιθαγένεια
1. Ως υπάλληλοι διορίζονται μόνο Έλληνες και Ελλη−
νίδες πολίτες.
2. Οι πολίτες των κρατών−μελών της Ευρωπαϊκής Ένω−
σης επιτρέπεται να διορίζονται σε θέσεις οι οποίες
δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση της παρ. 4 του άρθρου
39 Συνθ. Ε.Κ., σύμφωνα με τα προβλεπόμενα γι’ αυτούς
σε ειδικό νόμο.
3. Ο διορισμός αλλοδαπών πολιτών των κρατών, που
δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επιτρέπεται
μόνο στις προβλεπόμενες από ειδικούς νόμους περι−
πτώσεις.
585
586 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
4. Όσοι αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια με πολιτο−
γράφηση δεν μπορούν να διορισθούν ως υπάλληλοι πριν
από τη συμπλήρωση ενός (1) έτους από την απόκτηση
της.
Άρθρο 5
Μη εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων
Δεν διορίζονται υπάλληλοι:
α) όσοι δεν έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους
υποχρεώσεις ή δεν έχουν απαλλαγεί νόμιμα από αυ−
τές,
β) όσοι έχουν αναγνωρισθεί ως αντιρρησίες συνείδη−
σης και δεν έχουν εκπληρώσει, σύμφωνα με τις ειδικές
διατάξεις της στρατολογικής νομοθεσίας, άοπλη θητεία
ή εναλλακτική πολιτική κοινωνική υπηρεσία.
Άρθρο 6
Ηλικία διορισμού
1. Το κατώτατο όριο ηλικίας διορισμού, κατά κατηγο−
ρία, ορίζεται ως ακολούθως: Για τις κατηγορίες Π Ε, ΤΕ
και ΔΕ το 21ο έτος της ηλικίας. Για την κατηγορία ΥΕ
το 20ό έτος της ηλικίας.
2. Ανώτατα όρια ηλικίας διορισμού μπορεί να καθο−
ρίζονται με την οικεία προκήρυξη μετά από γνώμη του
οικείου φορέα και απόφαση του Υπουργού Εσωτερι−
κών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, εφόσον
απαιτούνται από τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των
καθηκόντων των προς πλήρωση θέσεων. Η παρούσα
διάταξη δεν εφαρμόζεται στους μετακλητούς και επί
θητεία υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προ−
σώπων δημοσίου δικαίου.
3. Παρεκκλίσεις από το κατώτατο όριο ηλικίας της
παρ.1 του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται μόνο
για εξαιρετικούς υπηρεσιακούς λόγους με προεδρικά
διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και
του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από
γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
4. Για τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων από τις
παραγράφους 1 και 2 κατώτατων και ανώτατων ορίων
ηλικίας για διορισμό, ως ημέρα γέννησης θεωρείται η
1η Ιανουαρίου του έτους γέννησης για το κατώτατο
όριο και η 31η Δεκεμβρίου του αντίστοιχου έτους για
το ανώτατο.
5. Η ηλικία αποδεικνύεται από το δελτίο αστυνομικής
ταυτότητας και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από τη
ληξιαρχική πράξη γέννησης που έχει συνταχθεί εντός
ενενήντα (90) ημερών από τη γέννηση. Αν δεν υπάρχει
τέτοια πράξη, η ηλικία αποδεικνύεται από τα μητρώα
αρρένων για τους άνδρες και από το γενικό μητρώο
δημοτών (δημοτολόγιο) για τις γυναίκες.
6. Εάν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στο οικείο
μητρώο, επικρατεί η πρώτη εγγραφή.
7. Βεβαίωση της ηλικίας ή διόρθωση της εγγραφής
με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ουδέποτε λαμβάνεται
υπόψη.
8. Διατάξεις που προβλέπουν κατώτατα όρια ηλικίας
διορισμού μικρότερα από τα οριζόμενα στην παράγρα−
φο 1 του άρθρου αυτού εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 7
Υγεία
1. Υπάλληλοι διορίζονται όσοι έχουν την υγεία που
τους επιτρέπει την εκτέλεση των καθηκόντων της αντί−
στοιχης θέσης. Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτή−
των δεν εμποδίζει το διορισμό, εφόσον ο υπάλληλος, με
την κατάλληλη και δικαιολογημένη τεχνική υποστήριξη,
μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης.
Ειδικές διατάξεις για το διορισμό ατόμων με αναπηρία
δεν θίγονται.
2. Η υγεία και η φυσική καταλληλότητα των υποψή−
φιων υπαλλήλων να ασκήσουν τα καθήκοντα της αντί−
στοιχης θέσης, πιστοποιούνται από τις αρμόδιες υγει−
ονομικές επιτροπές, με βάση παραπεμπτικό έγγραφο,
στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία, σε γενικές
γραμμές, τα καθήκοντα της θέσης που πρόκειται να
καταληφθεί.
Άρθρο 8
Ποινική καταδίκη, στερητική ή επικουρική
δικαστική συμπαράσταση
1. Δεν διορίζονται υπάλληλοι:
α) Όσοι καταδικάσθηκαν για κακούργημα και σε
οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση (κοινή και
στην υπηρεσία), απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απι−
στία δικηγόρου, δωροδοκία, καταπίεση, απιστία περί
την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, καθ΄ υποτροπή
συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και για οποιοδήποτε
έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα
οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.
β) Οι υπόδικοι που έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο
βούλευμα για κακούργημα ή για πλημμέλημα της περί−
πτωσης α΄, έστω και αν το αδίκημα έχει παραγραφεί.
γ) Όσοι, λόγω καταδίκης, έχουν στερηθεί τα πολιτικά
τους δικαιώματα και για όσο χρόνο διαρκεί η στέρηση
αυτή.
δ) Όσοι τελούν υπό στερητική δικαστική συμπαρά−
σταση (πλήρη ή μερική), υπό επικουρική δικαστική συ−
μπαράσταση (πλήρη ή μερική) και υπό τις δύο αυτές
καταστάσεις.
2. Η ανικανότητα προς διορισμό αίρεται μόνο με την
έκδοση του κατά το άρθρο 47 παρ.1 του Συντάγματος
διατάγματος που αίρει τις συνέπειες της ποινής.
Άρθρο 9
Απόλυση από άλλη θέση για πειθαρχικούς λόγους
Δεν διορίζονται υπάλληλοι όσοι απολύθηκαν από θέση
δημόσιας υπηρεσίας ή Ο.Τ.Α. ή άλλου νομικού προσώπου
του δημόσιου τομέα, λόγω επιβολής της πειθαρχικής
ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της
σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, οφειλόμενο σε
υπαιτιότητα του εργαζομένου, αν δεν παρέλθει πεντα−
ετία από την απόλυση.
Άρθρο 10
Χρόνος συνδρομής προϋποθέσεων διορισμού
1. Οι υποψήφιοι υπάλληλοι πρέπει να έχουν τα προ−
σόντα του διορισμού τόσο κατά το χρόνο λήξης της
προθεσμίας υποβολής αιτήσεων όσο και κατά το χρόνο
του διορισμού. Το ανώτατο όριο της ηλικίας διορισμού,
όπου υπάρχει, πρέπει να συντρέχει κατά το πρώτο,
σύμφωνα με τα ανωτέρω, χρονικό σημείο.
2. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του
παρόντος άρθρου ισχύουν και για τα κωλύματα διο−
ρισμού.
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 587
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ
Άρθρο 11
Προγραμματισμός πλήρωσης θέσεων
1. Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα δη−
μοσίου δικαίου προγραμματίζουν σε ετήσια βάση τις
ανάγκες τους σε τακτικό προσωπικό, υποχρεωτικώς
μετά από γνώμη της οικείας συνδικαλιστικής οργάνω−
σης.
2. Το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης, στο πλαίσιο της γενικότερης κυβερνη−
τικής πολιτικής, συντονίζει τον προγραμματισμό του
ανθρώπινου δυναμικού, ανάλογα με τις πραγματικές
ανάγκες των υπηρεσιών.
Άρθρο 12
Τρόπος πλήρωσης θέσεων
1. Η πλήρωση των θέσεων διέπεται από τις αρχές
της ίσης ευκαιρίας συμμετοχής, της αξιοκρατίας, της
αντικειμενικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της
διαφάνειας και της δημοσιότητας.
2. Η πλήρωση των θέσεων γίνεται με δημόσιο δια−
γωνισμό, γραπτό και, κατ’ εξαίρεση, προφορικό ή με
σειρά προτεραιότητας, βάσει σαφώς καθορισμένων και
αντικειμενικών κριτηρίων, σύμφωνα με τις αρχές του
άρθρου 1 του παρόντος και όπως ορίζει ο νόμος.
3. Ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν κατ’ εξαίρεση δι−
ορισμό χωρίς την τήρηση των διατάξεων της παρ. 2
εξακολουθούν να ισχύουν.
Άρθρο 13
Αρμόδιο όργανο
1. Οι διαδικασίες διορισμού τελούν υπό τον έλεγχο
ανεξάρτητης διοικητικής αρχής ή διενεργούνται από
αυτήν.
2. Κατά των πράξεων της ανεξάρτητης αυτής αρχής
επιτρέπεται στον αρμόδιο Υπουργό η άσκηση αίτησης
ακυρώσεως ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού δικα−
στηρίου.
Άρθρο 14
Προκήρυξη πλήρωσης θέσεων
1. Κάθε διαδικασία διορισμού προϋποθέτει προηγού−
μενη προκήρυξη, η οποία δημοσιεύεται υποχρεωτικά σε
ειδικό τεύχος της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Για
την εξασφάλιση της ευρύτερης δυνατής πληροφόρησης
των υποψηφίων, περίληψη της προκήρυξης δημοσιεύεται
δια του τύπου και ανακοινώνεται με άλλα μέσα μαζικής
ενημέρωσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο νόμο για
τις προσλήψεις, όπως εκάστοτε αυτός ισχύει.
2. Δεν επιτρέπεται η προκήρυξη χωρίς προηγούμενη
έγκριση για την πλήρωση των θέσεων από το εκάστοτε
αρμόδιο κυβερνητικό όργανο, εφόσον απαιτείται, καθώς
και βεβαίωση ύπαρξης των σχετικών πιστώσεων.
3. Ειδικές διατάξεις που προβλέπουν κατ’ εξαίρεση
πλήρωση κενής θέσης χωρίς την πρόβλεψη σχετικής
προκήρυξης εξακολουθούν να ισχύουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Άρθρο 15
Υποχρέωση διορισμού
Οι επιτυχόντες που περιλαμβάνονται στον πίνακα διο−
ριστέων διορίζονται υποχρεωτικά μέσα σε τριάντα (30)
ημέρες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των
δικαιολογητικών και το αργότερο μέσα σε τέσσερις (4)
μήνες από την έκδοση των πινάκων διοριστέων.
Άρθρο 16
Αρμοδιότητα έκδοσης και τύπος πράξης διορισμού
1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι διορίζονται με απόφαση του
οικείου Υπουργού, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από
το νόμο.
2. Οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου διορίζονται με απόφαση του ανώτατου μονο−
μελούς οργάνου διοίκησης του και, αν δεν υπάρχει,
του προέδρου του συλλογικού οργάνου διοίκησης του
νομικού προσώπου.
Άρθρο 17
Δημοσίευση και κοινοποίηση πράξης διορισμού
1. Περίληψη της πράξης διορισμού δημοσιεύεται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται στον
διοριζόμενο το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών
από τη δημοσίευση.
2. Η κοινοποίηση στον διοριζόμενο γίνεται με έγγραφο
της οικείας αρχής, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός
του Φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως όπου
δημοσιεύθηκε η περίληψη της πράξης διορισμού και
το οποίο επιδίδεται επί αποδείξει στην κατοικία του
είτε στον ίδιο είτε σε πρόσωπο που συνοικεί με αυτόν.
Με το έγγραφο αυτό τάσσεται και εύλογη προθεσμία
τριάντα (30) το πολύ ημερών για ορκωμοσία του διο−
ριζομένου και ανάληψη υπηρεσίας. Αν δεν καθορίζεται
τέτοια προθεσμία, θεωρείται ότι έχει ταχθεί προθε−
σμία τριάντα (30) ημερών. Η προθεσμία αυτή μπορεί
να παραταθεί έως έξι (6) μήνες, μόνο μία φορά, για
εξαιρετικούς λόγους.
3. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παρ. 1, η
πράξη διορισμού θεωρείται ότι έχει κοινοποιηθεί την
τριακοστή ημέρα από τη δημοσίευση και από την ημέρα
αυτή αρχίζει η προθεσμία για ορκωμοσία του διοριζο−
μένου και ανάληψη υπηρεσίας.
Άρθρο 18
Κατάρτιση υπαλληλικής σχέσης
1. Η υπαλληλική σχέση καταρτίζεται με το διορισμό
και την αποδοχή του.
2. Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία.
Άρθρο 19
Ορκωμοσία − Ανάληψη υπηρεσίας
1. Ο όρκος δίνεται ενώπιον του οργάνου που έχει εκ−
δώσει την πράξη διορισμού ή του οργάνου που ορίζεται
στο έγγραφο της κοινοποίησης. Ο όρκος έχει ως εξής:
«Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή
στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω τιμί−
ως και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου.» Ο όρκος των
αλλοδαπών έχει ως εξής: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη
στην Ελλάδα, υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους
της και να εκπληρώνω τιμίως και ευσυνειδήτως τα κα−
θήκοντα μου.» Όσοι δηλώνουν ότι δεν πρεσβεύουν καμιά
θρησκεία ή πρεσβεύουν θρησκεία που δεν επιτρέπει τον
όρκο, παρέχουν, αντί όρκου, την ακόλουθη διαβεβαίω−
ση: «Δηλώνω, επικαλούμενος την τιμή και τη συνείδηση
μου, ότι θα φυλάττω πίστη στην Ελλάδα, υπακοή στο
Σύνταγμα και τους νόμους και ότι θα εκπληρώνω τιμίως
και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα μου.»
588 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
2. Η ορκωμοσία βεβαιώνεται με πρωτόκολλο, που χρο−
νολογείται και υπογράφεται από τον ορκιζόμενο και
το όργανο ενώπιον του οποίου ορκίζεται. Η ανάληψη
καθηκόντων πιστοποιείται με έκθεση, που υπογράφεται
από τον προϊστάμενο της οικείας υπηρεσίας και τον
υπάλληλο. Η έκθεση φέρει αριθμό πρωτοκόλλου της
χρονολογίας ανάληψης καθηκόντων.
3. Αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας των
υπαλλήλων αποτελεί η χρονολογία δημοσίευσης στο
Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της πράξης
διορισμού, με την προϋπόθεση ότι η ανάληψη υπηρεσί−
ας γίνεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση
της πράξης διορισμού, αλλιώς η ημερομηνία ανάληψης
υπηρεσίας.
Άρθρο 20
Ανάκληση διορισμού
1. Η πράξη διορισμού ανακαλείται υποχρεωτικά, εάν
ο διοριζόμενος δεν αποδέχτηκε το διορισμό ρητώς ή
σιωπηρώς ή δεν εκπλήρωσε άλλες νόμιμες πρόσθετες
υποχρεώσεις πριν από την ανάληψη υπηρεσίας.
2. Η πράξη διορισμού, που έγινε κατά παράβαση νό−
μου, ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευσή της.
Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη
διορισμού ανακαλείται, εάν αυτός που διορίστηκε προ−
κάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο
διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4 και
8 του παρόντος Κώδικα.
3. Ο υπάλληλος, του οποίου η πράξη διορισμού ανα−
κλήθηκε κατά την προηγούμενη παράγραφο, υπέχει τις
ευθύνες των δημοσίων υπαλλήλων για το χρόνο κατά
τον οποίο άσκησε τα καθήκοντα του και οι πράξεις του
είναι έγκυρες.
4. Οι διατάξεις της παρ. 2 για απαγόρευση ανάκλη−
σης της πράξης διορισμού μετά την πάροδο διετίας
δεν εφαρμόζονται, όταν η πράξη διορισμού ακυρώνεται
δικαστικώς.
Άρθρο 21
Αναδιορισμός
1. Ο υπάλληλος, που απολύθηκε λόγω σωματικής ή
πνευματικής ανικανότητας, αναδιορίζεται μέσα σε μία
(1) πενταετία από την απόλυση, εφόσον: α) είχε τουλάχι−
στον τριετή ευδόκιμη υπηρεσία, β) υπέβαλε αίτηση ανα−
διορισμού μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5)
ετών από την απόλυση, γ) έχει όλα τα τυπικά προσόντα,
εκτός από την ηλικία, που απαιτούνται για την κατάληψη
της θέσης κατά το χρόνο του αναδιορισμού.
2. Ο υπάλληλος αναδιορίζεται μετά από γνωμοδότηση
της οικείας υγειονομικής επιτροπής, με την οποία διαπι−
στώνεται ότι αποκαταστάθηκε η σωματική ή πνευματική
του ικανότητα, σε βαθμό που του επιτρέπει να ασκεί
τα καθήκοντα του. Ο υπάλληλος παραπέμπεται στην
επιτροπή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την
ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναδιορισμού.
3. Για τον αναδιορισμό αποφασίζει το υπηρεσιακό
συμβούλιο. Ο υπάλληλος αναδιορίζεται με το βαθμό
που έφερε κατά το χρόνο της απόλυσης του. Στην
περίπτωση που δεν υπάρχει κατά το χρόνο του ανα−
διορισμού κενή θέση, συνιστάται προσωποπαγής θέση
με την απόφαση αναδιορισμού. Ο αναδιοριζόμενος σε
προσωποπαγή θέση καταλαμβάνει την πρώτη θέση που
κενούται στον οικείο κλάδο και βαθμό.
4. Οι διατάξεις των άρθρων 16 έως και 20 που αναφέ−
ρονται στο διορισμό ισχύουν και για τον αναδιορισμό.
Άρθρο 22
Βαθμός διοριζομένου
1. Ο διοριζόμενος εισέρχεται στην υπηρεσία με τον ει−
σαγωγικό βαθμό που προβλέπεται στον οικείο κλάδο.
2. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται ο διορισμός, σε βαθμό
ανώτερο του εισαγωγικού, προσώπων τα οποία έχουν
αυξημένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, εφόσον αυτό
προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
Άρθρο 23
Προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου
1. Το προσωπικό μητρώο συγκροτείται μετά το διορι−
σμό του υπαλλήλου και περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία
τα οποία προσδιορίζουν την ατομική, οικογενειακή, πε−
ριουσιακή και υπηρεσιακή του κατάσταση σύμφωνα με
την επόμενη παράγραφο.
2. Ειδικότερα το προσωπικό μητρώο περιλαμβάνει:
α) Τα στοιχεία της ταυτότητας του υπαλλήλου, τα
στοιχεία συζύγου και των παιδιών του, καθώς και τη
δήλωση περιουσιακής κατάστασης του άρθρου 28 του
παρόντος. Τα στοιχεία αυτά γνωστοποιούνται από τον
υπάλληλο με υπεύθυνη δήλωση που υποβάλλει στην
υπηρεσία του κατά το διορισμό του. Με τον ίδιο τρόπο
δηλώνεται υποχρεωτικά κάθε ουσιώδης μεταβολή των
στοιχείων αυτών.
β) Τους τίτλους σπουδών ή άλλα τυπικά προσόντα.
γ) Αποφάσεις, έγγραφα ή άλλα στοιχεία που αναφέ−
ρονται στην υπηρεσιακή γενικά κατάσταση και δρα−
στηριότητα του υπαλλήλου, στα οποία συμπεριλαμβά−
νονται και οι εκθέσεις αξιολόγησης των ουσιαστικών
προσόντων.
δ) Κάθε άλλο στοιχείο που ο υπάλληλος καταθέτει ο
ίδιος στην υπηρεσία του ζητώντας να συμπεριληφθεί
στο προσωπικό του μητρώο, εφόσον σχετίζεται με τα
υπηρεσιακά του καθήκοντα και είναι πρόσφορο για την
αξιολόγηση του.
3. Κάθε υπάλληλος δικαιούται να λάβει γνώση του
προσωπικού μητρώου του.
4. Η αρμόδια υπηρεσία προσωπικού υποχρεούται να
τηρεί, να φυλάσσει και να ενημερώνει το προσωπικό
μητρώο του υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των
προηγούμενων παραγράφων. Η παράλειψη των υπόχρε−
ων για εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου συνιστά
το παράπτωμα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου
1 του άρθρου 107.
5. Η αρμόδια υπηρεσία, σε περίπτωση μετάθεσης του
υπαλλήλου, συγκροτεί βοηθητικό προσωπικό μητρώο με
τα απαραίτητα στοιχεία, το οποίο τον συνοδεύει.
6. Το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου τίθεται υπό−
ψη του υπηρεσιακού συμβουλίου, καθώς και κάθε άλλου
οργάνου που είναι αρμόδιο για τη διενέργεια υπηρε−
σιακών κρίσεων.
7. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από
πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκη−
σης και Αποκέντρωσης, καθορίζονται ο τρόπος τήρησης
και ενημέρωσης του προσωπικού μητρώου, κύριου και
βοηθητικού, ο χρόνος περιοδικής καταστροφής των εκ−
θέσεων αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων, η
μετά από αίτηση του υπαλλήλου αφαίρεση στοιχείων,
καθώς και η σχετική διαδικασία, όπως και κάθε άλλη
σχετική λεπτομέρεια.
*01000260902070044*
ΜΕΡΟΣ Β΄
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ − ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ − ΚΩΛΥΜΑΤΑ
ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρο 24
Πίστη στο Σύνταγμα
Ο υπάλληλος είναι εκτελεστής της θέλησης του
Κράτους, υπηρετεί μόνο το Λαό και οφείλει πίστη στο
Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημο−
κρατία.
Άρθρο 25
Νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών
1. Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των
καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών
του ενεργειών.
2. Ο υπάλληλος οφείλει να υπακούει στις διαταγές
των προϊσταμένων του. Όταν όμως εκτελεί διαταγή,
την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν την εκτέλεση,
να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και
να εκτελέσει τη διαταγή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.
Η διαταγή δεν προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο
υπάλληλος οφείλει να υπακούσει σε αυτήν.
3. Αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή
παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει
και να το αναφέρει χωρίς αναβολή. Όταν σε διαταγή, η
οποία προδήλως αντίκειται σε διατάξεις νόμων ή κανο−
νιστικών πράξεων, διατυπώνονται επείγοντες και εξαι−
ρετικοί λόγοι γενικότερου συμφέροντος ή όταν, ύστερα
από άρνηση υπακοής σε πρώτη διαταγή που προδήλως
αντίκειται σε τέτοιες διατάξεις, ακολουθήσει δεύτερη
διαταγή που εκθέτει επείγοντες και εξαιρετικούς λό−
γους γενικότερου συμφέροντος, ο υπάλληλος οφείλει
να εκτελέσει τη διαταγή και να αναφέρει συγχρόνως
στην προϊσταμένη αρχή εκείνου που τον διέταξε. Επί
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον εκείνος
που διέταξε είναι το διοικητικό συμβούλιο ή το ανώτατο
μονομελές όργανο διοίκησης, η αναφορά υποβάλλεται
στον εποπτεύοντα Υπουργό. Εάν εκείνος που διέταξε
είναι ο Υπουργός, η αναφορά υποβάλλεται στον Πρω−
θυπουργό.
4. Αν ο υπάλληλος έχει αντίθετη γνώμη για εντελλό−
μενη ενέργεια, για την οποία είναι αναγκαία η προσυ−
πογραφή ή η θεώρηση του, οφείλει να τη διατυπώσει
εγγράφως για να απαλλαγεί από την ευθύνη. Εάν πα−
ραλείπει την προσυπογραφή ή θεώρηση, θεωρείται ότι
προσυπέγραψε ή θεώρησε.
5. Οι προϊστάμενοι όλων των βαθμίδων οφείλουν να
προσυπογράφουν τα έγγραφα που ανήκουν στην αρ−
μοδιότητα τους και εκδίδονται με την υπογραφή του
προϊσταμένου τους. Αν διαφωνούν, οφείλουν να διατυ−
πώσουν εγγράφως τις τυχόν αντιρρήσεις τους. Αν πα−
ραλείψουν να προσυπογράψουν το έγγραφο, θεωρείται
ότι το προσυπέγραψαν.
6. Ο υπάλληλος δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη
σύνταξη, με κάθε μέσο, εγγράφου για θέμα της αρμο−
διότητας του, εφόσον διαταχθεί γι’ αυτό από οποιον−
δήποτε από τους προϊσταμένους του. Αν διαφωνεί με
το περιεχόμενο του εγγράφου, εφαρμόζεται η παρ. 4
του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 26
Εχεμύθεια
1. Ο υπάλληλος οφείλει να τηρεί εχεμύθεια για θέματα
που χαρακτηρίζονται ως απόρρητα από τις κείμενες
διατάξεις. Οφείλει επίσης να τηρεί εχεμύθεια σε κάθε
περίπτωση που αυτό επιβάλλεται από την κοινή πείρα
και λογική, για γεγονότα ή πληροφορίες των οποίων
λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων
του ή επ’ ευκαιρία αυτών.
2. Η υποχρέωση εχεμύθειας δεν αντιτάσσεται στις
περιπτώσεις που προβλέπεται δικαίωμα των πολιτών
να λαμβάνουν γνώση των διοικητικών εγγράφων.
3. Μαρτυρία ή πραγματογνωμοσύνη για θέματα απόρ−
ρητα επιτρέπεται μόνο με άδεια του οικείου Υπουργού.
Άρθρο 27
Συμπεριφορά υπαλλήλου
1. Ο υπάλληλος οφείλει να συμπεριφέρεται εντός και
εκτός της υπηρεσίας κατά τρόπο ώστε να καθίσταται
άξιος της κοινής εμπιστοσύνης.
2. Ο υπάλληλος οφείλει κατά την άσκηση των καθη−
κόντων του να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια στους
διοικούμενους και να τους εξυπηρετεί κατά τη διεκπε−
ραίωση των υποθέσεων τους.
3. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο υπάλληλος
δεν επιτρέπεται να κάνει διακρίσεις σε όφελος ή σε
βάρος των πολιτών, εξαιτίας των πολιτικών, των φιλο−
σοφικών ή των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.
Άρθρο 28
Περιουσιακή κατάσταση
1. Ο υπάλληλος υποχρεούται να δηλώσει εγγράφως,
κατά το διορισμό του, την περιουσιακή κατάσταση του
ίδιου, συζύγου και παιδιών του, εφόσον συνοικούν με
αυτόν, καθώς και κάθε μεταγενέστερη ουσιώδη μετα−
βολή της. Οι υπάλληλοι, εντός τριών (3) μηνών από την
τέλεση γάμου, υποχρεούνται να δηλώσουν την περι−
ουσιακή κατάσταση των συζύγων τους. Οποιαδήποτε
αγορά κινητών σημαντικής αξίας ή ακινήτων, από τον
υπάλληλο ή τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου, αιτιολο−
γείται υποχρεωτικά με την υποβαλλόμενη δήλωση. Αν
για την αγορά αυτή ο υπάλληλος επικαλείται οικονο−
μική ενίσχυση προσώπων άλλων από τα οριζόμενα στο
πρώτο εδάφιο, οφείλει να δηλώσει και την περιουσιακή
κατάσταση αυτών.
2. Κάθε δύο (2) χρόνια η αρμόδια υπηρεσία προσω−
πικού υποχρεούται να ζητεί από τους υπαλλήλους να
υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση για την ουσιώδη μεταβολή
ή μη της περιουσιακής τους κατάστασης.
3. Αν η μεταβολή της περιουσιακής κατάστασης του
υπαλλήλου είναι δυσανάλογη προς τις αποδοχές και την
εν γένει οικονομική του κατάσταση, η αρμόδια υπηρεσία
υποχρεούται να ενεργήσει έρευνα για την προέλευση
των πόρων του υπαλλήλου. Αν μετά την έρευνα αυτή
προκύψουν σοβαρές ενδείξεις ότι ο υπάλληλος απέκτησε
τους πόρους αυτούς κατά τρόπο που συνιστά ποινικό
αδίκημα ή πειθαρχικό παράπτωμα, ο αρμόδιος Υπουργός
προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για την ποινική ή
πειθαρχική δίωξη αυτού. Προκειμένου για υπαλλήλους
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τη δίωξη αυτή
ασκούν και τα όργανα που είναι αρμόδια για την παρα−
πομπή των υπαλλήλων στο υπηρεσιακό συμβούλιο.
4. Η δήλωση περιουσιακής κατάστασης συντάσσεται
σε ειδικό έντυπο το περιεχόμενο του οποίου καθορί−
ΦΕΚ 26 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 589
590 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
ζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας
και Οικονομικών. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορι−
στούν δικαιολογητικά τα οποία πρέπει να αναγράφο−
νται ή να συνοδεύουν τις δηλώσεις. Τα στοιχεία που
περιλαμβάνονται στις ανωτέρω δηλώσεις αποτελούν
υποχρεωτικά αντικείμενο επεξεργασίας και διαβιβάζο−
νται σε ηλεκτρονική μορφή στη Γενική Γραμματεία Πλη−
ροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομίας
και Οικονομικών. Η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών
Συστημάτων τηρεί ειδικό μητρώο υπόχρεων και μεριμνά
για τη μηχανογραφική επεξεργασία των δηλώσεων και
την κατοχύρωση του απόρρητου χαρακτήρα των στοι−
χείων που περιέχονται σε αυτές.
5. Ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστα−
σης, επιφυλασσομένων των διατάξεων της περίπτωσης
ε΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 (ΦΕΚ 296
Α΄) και της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 3491/2006 (ΦΕΚ
207 Α΄), διενεργείται είτε αυτεπαγγέλτως είτε μετά από
αίτημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου είτε μετά από
καταγγελία, από υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας
και Οικονομικών, που καθορίζεται με κοινή απόφαση
των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών.
6. Η υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης
σύμφωνα με το άρθρο αυτό είναι ανεξάρτητη από την
υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης που προ−
βλέπεται από ειδικές διατάξεις.
Άρθρο 29
Χρόνος παροχής εργασίας
1. Ο υπάλληλος παρέχει την εργασία του μέσα στον
οριζόμενο από τις κείμενες γενικές ή ειδικές διατάξεις
χρόνο.
2. Εφόσον έκτακτες και εξαιρετικές υπηρεσιακές ανά−
γκες το επιβάλλουν, ο υπάλληλος οφείλει να εργαστεί
και πέρα από το χρόνο εργασίας ή σε μη εργάσιμες ημέ−
ρες. Στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται στον υπάλλη−
λο αποζημίωση σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Άρθρο 30
Καθήκοντα υπαλλήλου
1. Ο υπάλληλος εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου ή
της ειδικότητας του.
2. Σε περιπτώσεις επιτακτικής υπηρεσιακής ανάγκης
που δεν μπορεί να καλυφθεί με άλλον τρόπο, επιτρέ−
πεται να ανατίθενται στον υπάλληλο καθήκοντα άλλου
κλάδου ή ειδικότητας. Σε όμοιες περιπτώσεις επιτρέπε−
ται να ανατίθενται στον υπάλληλο εργασίες συναφείς
με την ειδικότητα ή τα καθήκοντα του ή για τις οποίες
έχει την απαιτούμενη εμπειρία ή ειδίκευση.
3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο ανάθεση
επιτρέπεται για χρονικό διάστημα έως δύο (2) μηνών
με αιτιολογημένη απόφαση του οικείου προϊσταμένου.
Παράταση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος έως έξι
(6) μήνες ακόμη επιτρέπεται μετά από αιτιολογημένη
γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
Άρθρο 31
Άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή
1. Μετά από άδεια ο υπάλληλος μπορεί να ασκεί ιδι−
ωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον συμβιβάζεται
με τα καθήκοντα της θέσης του και δεν παρεμποδίζει
την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του.
2. Η άδεια χορηγείται για συγκεκριμένο έργο ή ερ−
γασία μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του
υπηρεσιακού συμβουλίου και μπορεί να ανακαλείται
με τον ίδιο τρόπο. Η άδεια στους υπαλλήλους του Δη−
μοσίου χορηγείται από τον οικείο υπουργό και στους
υπαλλήλους των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
από το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης και αν
δεν υπάρχει τέτοιο όργανο, από τον πρόεδρο του συλ−
λογικού οργάνου διοίκησης.
3. Δεν επιτρέπεται στον υπάλληλο η κατ’ επάγγελμα
άσκηση εμπορίας.
4. Ειδικές απαγορευτικές διατάξεις διατηρούνται σε
ισχύ.
Άρθρο 32
Συμμετοχή σε εταιρείες
1. Ο υπάλληλος υποχρεούται να δηλώνει στην υπηρε−
σία του τη συμμετοχή του σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού
δικαίου οποιασδήποτε μορφής, εκτός των σωματείων
και των κοινωφελών ιδρυμάτων.
2. Απαγορεύεται ο υπάλληλος να μετέχει σε οποια−
δήποτε εμπορική εταιρεία προσωπική, περιορισμένης
ευθύνης ή κοινοπραξία ή να είναι διευθύνων ή εντεταλ−
μένος σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας ή διαχειριστής
οποιασδήποτε εμπορικής εταιρείας. Μετά από άδεια ο
υπάλληλος μπορεί να μετέχει στη διοίκηση ανώνυμης
εταιρείας ή γεωργικού συνεταιρισμού με την επιφύλαξη
του προηγούμενου εδαφίου. Η άδεια χορηγείται με τις
προϋποθέσεις και τη διαδικασία των παραγράφων 1 και
2 του άρθρου 31 του παρόντος.
3. Απαγορεύεται η απόκτηση από υπάλληλο, σύζυγο
του ή ανήλικα τέκνα τους μετοχών ανωνύμων εταιρειών
που υπάγονται στον ειδικό έλεγχο της υπηρεσίας του.
Ο υπάλληλος που κατά το διορισμό ο ίδιος ή σύζυγος
του ή ανήλικα τέκνα του κατέχουν μετοχές ανωνύμων
εταιρειών οι οποίες εμπίπτουν στην απαγόρευση του
προηγούμενου εδαφίου ή τις αποκτά κατά τη διάρκεια
της υπηρεσίας του, λόγω κληρονομιάς, υποχρεούται να
υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του και εντός
ενός έτους είτε να τις μεταβιβάσει είτε να ζητήσει τη
μετακίνηση του σε άλλη αρχή της υπηρεσίας του ή
τη μετάταξη του σε άλλη δημόσια υπηρεσία ή νομικό
πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Η μετακίνηση ή μετάταξη
είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία του και διενερ−
γείται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 66 και
74 του παρόντος. Κατά το διάστημα που μεσολαβεί
μέχρι τη μεταβίβαση των μετοχών ή την ολοκλήρωση
της μετάταξης του, ο υπάλληλος εμπίπτει στο κώλυμα
συμφέροντος του άρθρου 36 του παρόντος.
4. Διατηρούνται σε ισχύ ειδικές διατάξεις που αναφέ−
ρονται σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου της παρ.
2 του παρόντος άρθρου και θεσπίζουν πρόσθετους πε−
ριορισμούς για τους υπαλλήλους.
5. Επιτρέπεται η συμμετοχή υπαλλήλων με την υπηρε−
σιακή τους ιδιότητα σε συνεταιρισμούς ή στη διοίκηση
ανωνύμων εταιρειών ή εταιρειών περιορισμένης ευθύ−
νης, οι οποίες ελέγχονται από το Δημόσιο, τα νομικά
πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τους Ο.Τ.Α. και τις δημόσι−
ες επιχειρήσεις, όταν τούτο προβλέπεται από ειδικές
διατάξεις.
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 591
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΕΡΓΑ Ή ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Άρθρο 33
Έργα ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα
Απαγορεύεται στους υπαλλήλους η άσκηση έργων
ασυμβίβαστων, κατά τις κείμενες διατάξεις, με το βου−
λευτικό αξίωμα, με την επιφύλαξη των διατάξεων της
παρ. 5 του άρθρου 32 του παρόντος.
Άρθρο 34
Δικηγορική ιδιότητα
Η ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου είναι ασυμβίβα−
στη προς την ιδιότητα του δικηγόρου, εκτός αν ειδικές
διατάξεις ορίζουν διαφορετικά.
Άρθρο 35
Κατοχή δεύτερης θέσης
1. Απαγορεύεται ο διορισμός υπαλλήλου, με οποι−
αδήποτε σχέση, σε δεύτερη θέση: α) δημοσίων υπη−
ρεσιών, β) νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, γ)
Ο.Τ.Α., συμπεριλαμβανομένων και των ενώσεων αυτών,
δ) δημοσίων επιχειρήσεων και δημοσίων οργανισμών,
ε) νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν
στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις
κείμενες διατάξεις, από κρατικούς πόρους κατά 50%
τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή το
κράτος κατέχει το 51% τουλάχιστον του μετοχικού τους
κεφαλαίου και
στ) νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν
στα υπό στοιχεία β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ νομικά πρόσωπα ή
επιχορηγούνται από αυτά τακτικώς, κατά 50% τουλά−
χιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, σύμφωνα με
τις κείμενες διατάξεις ή κατά τα οικεία καταστατικά
ή που τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα κατέχουν το 51%
τουλάχιστον του μετοχικού τους κεφαλαίου.
2. Διατάξεις ειδικών νόμων που επιτρέπουν το διορι−
σμό σε δεύτερη θέση εξακολουθούν να ισχύουν.
3. Υπάλληλος που κατά παράβαση των διατάξεων των
παραπάνω παραγράφων διορίζεται σε δεύτερη θέση και
αποδέχεται το διορισμό του θεωρείται ότι παραιτείται
αυτοδίκαια από την πρώτη θέση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΚΩΛΥΜΑΤΑ
Άρθρο 36
Κώλυμα συμφέροντος
1. Ο υπάλληλος δεν επιτρέπεται είτε ατομικώς είτε ως
μέλος συλλογικού οργάνου να αναλαμβάνει την επίλυση
ζητήματος ή να συμπράττει στην έκδοση πράξεων, εάν
ο ίδιος ή σύζυγος του ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ
αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό ή πρόσωπο με το
οποίο τελεί σε σχέση ιδιαίτερης φιλίας ή έχθρας έχει
πρόδηλο συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης.
2. Η παράβαση της διάταξης της προηγούμενης πα−
ραγράφου αποτελεί λόγο ακυρώσεως της σχετικής
διοικητικής πράξης.
3. Υπάλληλοι που είναι σύζυγοι ή συγγενείς μεταξύ
τους έως και τον τρίτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστεί−
ας δεν επιτρέπεται να είναι μέλη του ίδιου συλλογικού
οργάνου.
4. Ο υπάλληλος υποχρεούται να ζητήσει την εξαίρεση
του από κάθε ενέργεια των παραγράφων 1 και 3 του
παρόντος άρθρου, όταν ο ίδιος έχει κώλυμα.
Άρθρο 37
Κώλυμα εντοπιότητας
1. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρό−
ταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης
και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου
Υπουργού, ύστερα από γνώμη της οικείας συνδικαλιστι−
κής οργάνωσης, είναι δυνατόν να ορίζεται ότι οι προ−
ϊστάμενοι των υπηρεσιών δεν μπορούν να υπηρετούν
στον τόπο καταγωγής των ίδιων ή των συζύγων τους.
Αν δεν υπάρχει συνδικαλιστική οργάνωση ζητείται η
γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
2. Η προηγούμενη παράγραφος δεν έχει εφαρμογή
για την περιφέρεια τέως διοικήσεως πρωτευούσης και
την περιφέρεια του Δήμου Θεσσαλονίκης και των όμο−
ρων δήμων, καθώς και σε δήμους ή κοινότητες άγονων,
προβληματικών ή νησιωτικών περιοχών με πληθυσμό
μέχρι 3.000 κατοίκους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Άρθρο 38
Αστική ευθύνη
1. Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για
κάθε ζημιά την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή
βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση την
οποία κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για παράνομες
πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των κα−
θηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαρεία
αμέλεια. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων
για τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του.
2. Σε περίπτωση δόλου του υπαλλήλου, αυτός παρα−
πέμπεται υποχρεωτικώς στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Σε
περίπτωση βαρείας αμέλειας, αν ο υπάλληλος παραπεμ−
φθεί, το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκτιμώντας τις ειδικές πε−
ριστάσεις, μπορεί να καταλογίσει σε αυτόν μέρος μόνο
της ζημιάς που επήλθε στο Δημόσιο ή της αποζημίωσης
που το τελευταίο υποχρεώθηκε να καταβάλει.
3. Αν περισσότεροι υπάλληλοι προξένησαν από κοινού
ζημιά στο Δημόσιο, ευθύνονται εις ολόκληρον κατά τις
διατάξεις του Αστικού Δικαίου.
4. Η αξίωση του Δημοσίου κατά υπαλλήλων του για
αποζημίωση στις περιπτώσεις της παρ. 1 παραγράφεται
σε πέντε (5) έτη. Στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου
της παρ. 1, η πενταετία αρχίζει αφότου το αρμόδιο
όργανο για την υποβολή της αίτησης καταλογισμού
έλαβε γνώση της ζημιάς και του λόγου αυτής, και στην
περίπτωση του δεύτερου εδαφίου, αφότου το Δημόσιο
κατέβαλε την αποζημίωση.
5. Η αστική ευθύνη των δημόσιων υπολόγων και των
διατακτών διέπεται από τις ειδικές γι’ αυτούς διατά−
ξεις.
6. Ειδικές διατάξεις για την προσωπική αστική ευθύνη
των δημοσίων υπαλλήλων έναντι των τρίτων διατηρού−
νται σε ισχύ.
ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ
Άρθρο 39
Δικαίωμα μονιμότητας − Εξαιρέσεις
1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι των νο−
μικών προσώπων δημοσίου δικαίου που κατέχουν ορ−
592 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
γανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφόσον αυτές οι θέσεις
υπάρχουν.
2. Εξαιρούνται από τη μονιμότητα οι κατά την παρ. 5
του άρθρου 103 του Συντάγματος υπάλληλοι.
3. Μόνιμοι υπάλληλοι, οι οποίοι, σύμφωνα με ειδικές
διατάξεις, καταλαμβάνουν θέσεις υπαλλήλων της παρ.
2, διατηρούν τη μονιμότητά τους.
Άρθρο 40
Δοκιμαστική υπηρεσία − Μονιμοποίηση
1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι των νομι−
κών προσώπων δημοσίου δικαίου, που διορίζονται σε
οργανικές θέσεις, διανύουν δύο (2) έτη δοκιμαστικής
υπηρεσίας κατά τη διάρκεια της οποίας απολύονται για
λόγους που ανάγονται στην υπηρεσία τους μόνο μετά
από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου.
2. Οι δόκιμοι υπάλληλοι, κατά τη διάρκεια της δοκιμα−
στικής υπηρεσίας τους, παρακολουθούν προγράμματα
εισαγωγικής εκπαίδευσης που οργανώνονται σύμφωνα
με όσα ορίζονται στο άρθρο 47 του παρόντος.
3. Με τη συμπλήρωση της διετούς δοκιμαστικής υπη−
ρεσίας οι υπάλληλοι μονιμοποιούνται αυτοδίκαια, με
εξαίρεση τους υπαλλήλους στους οποίους έχει επιβλη−
θεί πειθαρχική ποινή ή για τους οποίους υφίσταται πει−
θαρχική εκκρεμότητα ή υπάρχει δυσμενής έκθεση αξιο−
λόγησης των ουσιαστικών προσόντων. Στις τελευταίες
αυτές περιπτώσεις για τη μονιμοποίηση ή μη αποφαίνε−
ται το υπηρεσιακό συμβούλιο εντός δύο (2) μηνών από
τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας. Για την
αυτοδίκαιη μονιμοποίηση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη
του οργάνου που είναι αρμόδιο για το διορισμό.
4. Κατά της απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου
για την απόλυση δοκίμου υπαλλήλου, σύμφωνα με την
παρ. 1, καθώς και κατά της απόφασης περί μη μονιμο−
ποίησης του σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου αυτού,
επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής στο Συμβούλιο της
Επικρατείας.
5. Οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκη−
σης και της Εθνικής Σχολής Τοπικής Αυτοδιοίκησης του
Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης
(Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) δεν διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία.
6. Ειδικές διατάξεις που προβλέπουν δοκιμαστική
υπηρεσία μεγαλύτερης διάρκειας εξακολουθούν να
ισχύουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΜΙΣΘΟΣ − ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Άρθρο 41
Δικαίωμα − Αξίωση μισθού
1. Ο υπάλληλος έχει δικαίωμα σε μισθό. Ο μισθός κα−
θορίζεται σε μηνιαία βάση και έχει σκοπό την αξιοπρεπή
διαβίωση του υπαλλήλου.
2. Οι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές
των υπαλλήλων δεν μπορεί να είναι κατά μήνα ανώ−
τερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής
τους θέσης.
3. Η αξίωση του υπαλλήλου για το μισθό αρχίζει από
την ανάληψη υπηρεσίας.
4. Προκειμένου περί υπαλλήλου, ο οποίος επανέρχεται
από την κατάσταση της διαθεσιμότητας ή της αργίας
στα καθήκοντα του, η αξίωση για πλήρη μισθό αρχίζει
από την επανάληψη των καθηκόντων του.
5. Η αξίωση του υπαλλήλου για μισθό παύει με τη λύση
της υπαλληλικής σχέσης.
6. Οι αποδοχές που παρέχονται μετά τη λύση της
υπαλληλικής σχέσης αντί για σύνταξη, σύμφωνα με τη
συνταξιοδοτική νομοθεσία, δεν επηρεάζονται από τις
διατάξεις της παρ. 5 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 42
Χρόνος καταβολής μισθού
Ο μισθός προκαταβάλλεται στην αρχή κάθε δεκαπεν−
θημέρου. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας
και Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της
Α.Δ.Ε.Δ.Υ. και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερ−
νήσεως, μπορεί να καθορίζεται διαφορετικά ο χρόνος
καταβολής του μισθού.
Άρθρο 43
Πότε δεν οφείλεται μισθός
1. Δεν οφείλεται μισθός όταν ο υπάλληλος από υπαιτι−
ότητα του δεν παρέσχε υπηρεσία καθόλου ή εν μέρει.
2. Η περικοπή του μισθού στις περιπτώσεις της παρ. 1
ενεργείται με πράξη του αρμόδιου για την εκκαθάριση
και πληρωμή των δαπανών οργάνου, το οποίο οφείλει
να ειδοποιήσει ο προϊστάμενος της υπηρεσίας προσω−
πικού ή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο υπάλλη−
λος. Κατά της πράξης αυτής, η οποία κοινοποιείται με
απόδειξη στον υπάλληλο, επιτρέπεται προσφυγή στο
υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από
την κοινοποίηση. Η άσκηση της προσφυγής δεν έχει
ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το υπηρεσιακό συμβούλιο
αποφαίνεται οριστικώς.
3. Σε περίπτωση κινήσεως της διαδικασίας απολύσεως
του υπαλλήλου λόγω ανίατης ασθένειας καταβάλλεται
ο μισθός ενέργειας ή διαθεσιμότητας ως τη λύση της
υπαλληλικής σχέσης, όχι όμως πέρα από έξι (6) μήνες
από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας ή της διαθεσι−
μότητας.
Άρθρο 44
Όροι υγιεινής και ασφάλειας
1. Οι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα στη διασφάλιση
συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο εργασίας
τους.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρότα−
ση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης
και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών και
ύστερα από γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ, ιδρύεται στο Υπουρ−
γείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρω−
σης οργανική μονάδα για την εποπτεία και τήρηση των
όρων υγιεινής και ασφάλειας του χώρου εργασίας των
υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα κα−
θορίζονται το επίπεδο της οργανικής μονάδας και κάθε
άλλο θέμα που αφορά στη λειτουργία της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Άρθρο 45
Ελευθερία της έκφρασης
1. Η ελευθερία της έκφρασης των πολιτικών, φιλοσοφι−
κών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως και των επι−
στημονικών απόψεων και της υπηρεσιακής κριτικής των
πράξεων της προϊσταμένης αρχής, αποτελεί δικαίωμα
των υπαλλήλων και τελεί υπό την εγγύηση του Κράτους.
Δεν επιτρέπονται διακρίσεις των υπαλλήλων λόγω των
πεποιθήσεων ή των απόψεων τους ή της κριτικής των
πράξεων της προϊσταμένης αρχής.
2. Η συμμετοχή των υπαλλήλων στην πολιτική ζωή
της Χώρας επιτρέπεται σύμφωνα με τις κείμενες δι−
ατάξεις.
Άρθρο 46
Συνδικαλιστική ελευθερία και δικαίωμα απεργίας
1. Η συνδικαλιστική ελευθερία και η ανεμπόδιστη άσκη−
ση των συναφών με αυτήν δικαιωμάτων διασφαλίζονται
στους υπαλλήλους.
2. Οι υπάλληλοι μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν συν−
δικαλιστικές οργανώσεις, να γίνονται μέλη τους και να
ασκούν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα.
3. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα των υπαλλήλων και
ασκείται από τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις ως
μέσο για τη διασφάλιση και προαγωγή των οικονομικών,
εργασιακών, συνδικαλιστικών, κοινωνικών και ασφαλιστι−
κών συμφερόντων τους και ως εκδήλωση αλληλεγγύης
προς άλλους εργαζόμενους για τους αυτούς σκοπούς.
Το δικαίωμα της απεργίας ασκείται σύμφωνα με τις
διατάξεις του νόμου που το ρυθμίζει.
4. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν δικαίωμα να
διαπραγματεύονται με τις αρμόδιες αρχές για τους
όρους, την αμοιβή και τις συνθήκες εργασίας των με−
λών τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Άρθρο 47
Υπηρεσιακή εκπαίδευση
1. Η υπηρεσιακή εκπαίδευση είναι δικαίωμα του υπαλ−
λήλου. Η εκπαίδευση γίνεται με τη συμμετοχή του
υπαλλήλου σε προγράμματα εισαγωγικής εκπαίδευ−
σης, επιμόρφωσης, μετεκπαίδευσης και προγράμματα ή
κύκλους μεταπτυχιακής εκπαίδευσης. Τα προγράμματα
εκτελούνται στην Ελλάδα ιδίως στο πλαίσιο του Εθνι−
κού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης
(Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) ή στο εξωτερικό, σύμφωνα με τις διατάξεις
που ισχύουν κάθε φορά.
2. Η εισαγωγική εκπαίδευση είναι υποχρεωτική, τόσο
για την υπηρεσία όσο και για τον υπάλληλο. Γίνεται
κατά την πρώτη διετία από το διορισμό του υπαλλήλου
και έχει ως σκοπό την εξοικείωση του υπαλλήλου με τα
αντικείμενα της υπηρεσίας του και τα καθήκοντα του
ως δημοσίου υπαλλήλου γενικότερα. Οι αρμόδιες υπη−
ρεσίες υποχρεούνται να φροντίζουν για την πρόβλεψη
των αναγκαίων πιστώσεων στον οικείο προϋπολογισμό.
Δεν γίνεται προαγωγή υπαλλήλου στον επόμενο του
εισαγωγικού βαθμό εάν δεν έχει ολοκληρώσει επιτυχώς
την εισαγωγική εκπαίδευση. Ευθύς ως ο υπάλληλος
ολοκληρώσει την εισαγωγική εκπαίδευση, η προαγωγή
διενεργείται αναδρομικώς με όλες τις συνέπειες.
3. Η υπηρεσία είναι υποχρεωμένη να μεριμνά για την
επιμόρφωση των υπαλλήλων της σε όλη τη διάρκεια
της σταδιοδρομίας τους ανεξάρτητα από την κατηγο−
ρία, τον κλάδο, την ειδικότητα και το βαθμό τους. Η
επιμόρφωση μπορεί να είναι γενική ή να έχει τη μορφή
εξειδίκευσης σε αντικείμενα της υπηρεσίας του υπαλ−
λήλου. Η συμμετοχή του υπαλλήλου σε προγράμματα
επιμόρφωσης μπορεί να ορίζεται και ως υποχρεωτική.
4. Η μετεκπαίδευση έχει ως σκοπό την απόκτηση από
τον υπάλληλο των ειδικών γνώσεων που είναι απα−
ραίτητες για την άσκηση των καθηκόντων του. Γίνε−
ται σε φορείς δημόσιους ή ιδιωτικούς, στην Ελλάδα
ή το εξωτερικό, ιδίως σε Πανεπιστήμια, Τ.Ε.Ι. και στο
Ε.Κ.Δ.Δ.Α.. Η μετεκπαίδευση μπορεί να ορίζεται και ως
υποχρεωτική.
5. Η μεταπτυχιακή εκπαίδευση γίνεται με τη συμμε−
τοχή του υπαλλήλου σε προγράμματα ή κύκλους μετα−
πτυχιακών σπουδών που εκτελούνται σε αναγνωρισμένα
Πανεπιστήμια του εσωτερικού ή του εξωτερικού, είτε
αυτοτελώς είτε σε σύμπραξη με Τ.Ε.Ι.. Ως προγράμματα
ή κύκλοι μεταπτυχιακών σπουδών νοούνται όσα καθο−
ρίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την
ανώτατη εκπαίδευση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΔΕΙΑ
Άρθρο 48
Δικαίωμα κανονικής άδειας
1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται κανονική άδεια
με αποδοχές δύο (2) μήνες μετά το διορισμό τους. Η
άδεια που δικαιούνται να λάβουν οι υπάλληλοι ορίζεται
σε δύο (2) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας και δεν
μπορεί να υπερβεί συνολικά τον αριθμό των ημερών
κανονικής άδειας που δικαιούνται με τη συμπλήρωση
ενός (1) έτους δημόσιας πραγματικής υπηρεσίας.
2. Οι δημόσιοι υπάλληλοι, μετά τη συμπλήρωση ενός
(1) έτους πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, δικαιούνται
κανονική άδεια απουσίας με αποδοχές, η διάρκεια της
οποίας ορίζεται σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες αν
ακολουθούν εβδομάδα πέντε (5) εργασίμων ημερών και
είκοσι τέσσερις (24) εργάσιμες ημέρες αν ακολουθούν
εβδομάδα έξι (6) εργασίμων ημερών.
Ο χρόνος της κανονικής άδειας επαυξάνεται κατά
μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης και
μέχρι τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου των είκοσι
πέντε (25) ή τριάντα (30) εργασίμων ημερών προκει−
μένου για πενθήμερη ή εξαήμερη εβδομάδα εργασίας,
αντίστοιχα.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης μπορεί να προσαυξάνεται
ως τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες ο αριθμός των ημε−
ρών κανονικής άδειας των υπαλλήλων που υπηρετούν
σε παραμεθόριες περιοχές.
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν
εφαρμόζονται σε όσους έχουν κατά τις κείμενες δια−
τάξεις διακοπές εργασίας. Οι υπάλληλοι αυτοί μπο−
ρούν, εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι ανάγκης, να
παίρνουν κανονική άδεια με αποδοχές ως δέκα (10)
εργάσιμες ημέρες κατ’ έτος.
5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση
των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
προσαυξάνεται η κανονική άδεια των υπαλλήλων που
απασχολούνται σε επικίνδυνες και ανθυγιεινές εργα−
σίες. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται οι
προϋποθέσεις και ο αριθμός των ημερών προσαύξησης
της κανονικής άδειας.
Άρθρο 49
Χορήγηση κανονικής άδειας
1. Δεκαπέντε (15) ημέρες από την κανονική άδεια χορη−
γούνται υποχρεωτικά, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος,
από 15 Μαίου έως 31 Οκτωβρίου. Η υποχρέωση αυτή
δεν ισχύει σε υπηρεσίες οι οποίες έχουν καθοριστεί με
απόφαση του οικείου Υπουργού και κατά την περίοδο
ΦΕΚ 26 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 593
594 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
αυτή βρίσκονται στην αιχμή της λειτουργίας τους ή λει−
τουργούν σε εικοσιτετράωρη βάση. Όταν με αίτηση του
υπαλλήλου ολόκληρη η άδεια χορηγείται εκτός από την
περίοδο αυτή, προσαυξάνεται κατά πέντε (5) εργάσιμες
ημέρες. Η προσαύξηση αυτή δεν χορηγείται όταν ο
υπάλληλος κάνει χρήση της κανονικής του άδειας κατά
την περίοδο των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
2. Η υπηρεσία, στην οποία ανήκει ο υπάλληλος, χορη−
γεί υποχρεωτικά σε αυτόν μέσα στο δεύτερο εξάμηνο
κάθε έτους την κανονική άδεια που δικαιούται και αν
ακόμα δεν την ζητήσει.
3. Επιτρέπεται να μην χορηγείται, να περιορίζεται ή
να ανακαλείται η κανονική άδεια προκειμένου να αντι−
μετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας, μετά
όμως από έγκριση του οργάνου που προΐσταται εκείνου
το οποίο είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας. Αν
τέτοιο όργανο δεν υπάρχει, αποφασίζει το αρμόδιο για
τη χορήγηση της άδειας όργανο.
4. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ’ εφαρμογή της
προηγούμενης παραγράφου, χορηγείται υποχρεωτικά
το επόμενο έτος.
ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

NOMOΣ 3528/2007 Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας Empty Απ: NOMOΣ 3528/2007 Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Κυρ Ιουν 26, 2011 6:10 pm

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Άρθρο 136
Προσδιορισμός δικασίμου − Παράσταση διωκομένου
1. Μετά την υποβολή της απολογίας ή την παρέλευση
της προθεσμίας υποβολής της ο πρόεδρος του υπη−
ρεσιακού συμβουλίου προσδιορίζει με πράξη του την
ημέρα κατά την οποία θα συζητηθεί η υπόθεση. Η ημέρα,
η ώρα και ο τόπος της συνεδρίασης ανακοινώνονται
εγγράφως στο διωκόμενο πριν από τέσσερις (4) του−
λάχιστον ημέρες.
2. Ο διωκόμενος υπάλληλος έχει δικαίωμα να παρα−
στεί είτε αυτοπροσώπως είτε δια ή μετά πληρεξουσίου
δικηγόρου ενώπιον των υπηρεσιακών συμβουλίων και
των διοικητικών συμβουλίων των Ν.Π.Δ.Δ.. Η μη προσέ−
λευση του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της
διαδικασίας.
3. Αν το υπηρεσιακό συμβούλιο κρίνει ανεπαρκή τα
αποδεικτικά στοιχεία, αναβάλλει την κρίση της υπόθε−
σης και διατάσσει συμπληρωματική ανάκριση.
4. Η υπηρεσία του διωκομένου υποχρεούται να του
χορηγεί ανάλογη άδεια για να προσέλθει ενώπιον συλ−
λογικού πειθαρχικού οργάνου κατά την κρίση της υπό−
θεσης του.
Άρθρο 137
Κωλύματα και εξαίρεση μελών
υπηρεσιακού συμβουλίου
1. Μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου, που δεν δικαι−
ούνται να διεξάγουν ανάκριση σύμφωνα με τη διάταξη
της παρ. 3 του άρθρου 127 του παρόντος ή έχουν διε−
νεργήσει πειθαρχική ανάκριση στην κρινόμενη υπόθεση,
κωλύονται να μετάσχουν στη σύνθεση του κατά την
κρίση της υπόθεσης αυτής.
2. Ο διωκόμενος μπορεί με έγγραφη αίτηση του να ζη−
τήσει την εξαίρεση μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου
με την προϋπόθεση ότι με τα υπόλοιπα μέλη υπάρχει
απαρτία. Η αίτηση αυτή που υποβάλλεται δύο (2) του−
λάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης,
πρέπει να περιέχει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο
τους λόγους της εξαίρεσης και να συνοδεύεται από
τα στοιχεία με τα οποία αυτοί αποδεικνύονται. Για την
αίτηση εξαίρεσης το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφασίζει
αιτιολογημένα με συμμετοχή των νόμιμων αναπληρωτών
των μελών των οποίων ζητείται η εξαίρεση. Τα μέλη που
εξαιρούνται αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά
τους. Αν εξαιρεθεί το τακτικό και το αναπληρωματικό
του μέλος, το συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα
μέλη του εφόσον έχει απαρτία. Η εξαίρεση αναπλη−
ρωματικού μέλους μπορεί να ζητηθεί και την ημέρα
της συνεδρίασης. Στην περίπτωση αυτή το συμβούλιο
αποφασίζει αμέσως επί της αιτήσεως εξαιρέσεως με
τα υπόλοιπα μέλη του.
3. Στην περίπτωση της παρ. 4 του άρθρου 114 του
παρόντος αποκλείεται να μετάσχει στο υπηρεσιακό
συμβούλιο ο ανακριτής ή αυτός που συμμετείχε στο
υπηρεσιακό συμβούλιο κατά την πρώτη κρίση.
Δεν μπορούν να εξαιρεθούν μέλη τακτικά ή αναπλη−
ρωματικά περισσότερα από τα απαιτούμενα για να έχει
το υπηρεσιακό συμβούλιο απαρτία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 138
Κοινοποιήσεις στον διωκόμενο
Η κλήση σε απολογία και κάθε πρόσκληση ή ειδοποίη−
ση του διωκομένου επιδίδονται με δημόσιο όργανο στον
ίδιο προσωπικά ή στην κατοικία του σε πρόσωπο με το
οποίο συνοικεί. Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση, το
έγγραφο της κλήσης σε απολογία τοιχοκολλάται στο
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 619
κατάστημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου και συντάσ−
σεται πρωτόκολλο που υπογράφεται από έναν μάρτυ−
ρα. Για την επίδοση αυτή συντάσσεται αποδεικτικό. Σε
περίπτωση άρνησης παραλαβής, αυτός που διενεργεί
την επίδοση συντάσσει πράξη στην οποία βεβαιώνεται
η άρνηση. Αν ο υπάλληλος είναι άγνωστης διαμονής,
το έγγραφο της κλήσης σε απολογία τοιχοκολλάται
στο κατάστημα της υπηρεσίας του και συντάσσεται
σχετικό αποδεικτικό.
Άρθρο 139
Εκτίμηση αποδείξεων
1. Το πειθαρχικό όργανο εκτιμά ελευθέρως τις απο−
δείξεις. Για να μορφώσει την κρίση του, μπορεί να λάβει
υπόψη του και αποδεικτικά στοιχεία που δεν προκύ−
πτουν από την πειθαρχική διαδικασία αλλά από άλλη
νόμιμη διαδικασία, εφόσον έλαβε γνώση τους ο διω−
κόμενος.
2. Συναφή πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία διαπι−
στώνονται κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, μπορούν
να αποτελέσουν αντικείμενο της ίδιας πειθαρχικής κρί−
σης μόνον εφόσον ο διωκόμενος κληθεί σε απολογία
και γι’ αυτά.
3. Η κρίση πρέπει να στηρίζεται σε αποδεδειγμένα
πραγματικά γεγονότα και να είναι ειδικώς αιτιολογη−
μένη.
Άρθρο 140
Πειθαρχική απόφαση
1. Η πειθαρχική απόφαση διατυπώνεται εγγράφως.
2. Στην απόφαση μνημονεύονται: α) ο τόπος και ο
χρόνος έκδοσης της, β) το ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα
και ο βαθμός του μονομελούς πειθαρχικού οργάνου ή
των μελών του συλλογικού πειθαρχικού οργάνου, γ) το
ονοματεπώνυμο, η ιδιότητα και ο βαθμός του κρινόμε−
νου, δ) τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που
συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση
του πειθαρχικού παραπτώματος, προσδιορισμένα κατά
τόπο και χρόνο, ε) η υποβολή ή όχι απολογίας, στ) η
αιτιολογία της απόφασης, ζ) η γνώμη των μελών του
συλλογικού οργάνου που μειοψήφησαν και η) η απαλ−
λαγή του κρινόμενου ή η ποινή που του επιβάλλεται.
Η παράλειψη των στοιχείων που αναφέρονται στα
εδάφια α΄, β΄ και γ΄, εκτός του ονοματεπώνυμου, δεν
συνεπάγεται ακυρότητα της απόφασης, εφόσον αυτά
προκύπτουν από το φάκελο της υπόθεσης.
3. Η πειθαρχική απόφαση υπογράφεται από το όργανο
που την εκδίδει. Όταν αυτή εκδίδεται από συλλογικό
όργανο, υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμ−
ματέα.
4. Η πειθαρχική απόφαση κοινοποιείται σε αντίγραφο
με τη φροντίδα της υπηρεσίας στον υπάλληλο και γνω−
στοποιείται στα όργανα που δικαιούνται να ασκήσουν
ένσταση. Η κοινοποίηση της απόφασης στον υπάλληλο
ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 138
του παρόντος. Στον υπάλληλο γνωστοποιούνται επίσης
τα ένδικα μέσα που δικαιούται να ασκήσει.
5. Η πειθαρχική απόφαση δεν ανακαλείται. Ανάκληση
της πειθαρχικής απόφασης επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση
σε περίπτωση πρόδηλης παρανομίας. Ανάκληση πει−
θαρχικής απόφασης μονομελούς οργάνου γίνεται ύστε−
ρα από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Πειθαρχική απόφαση που υπόκειται σε ένσταση δεν
ανακαλείται. Η αίτηση για ανάκληση της πειθαρχικής
απόφασης υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθε−
σμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της στον
υπάλληλο.
Αν η ανάκληση δεν γίνει εντός τριμήνου, λογίζεται ότι
το αίτημα της ανάκλησης έχει απορριφθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΝΣΤΑΣΗ − ΠΡΟΣΦΥΓΗ − ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Άρθρο 141
Ένσταση
1. Οι αποφάσεις των πειθαρχικώς προϊσταμένων, εκτός
αυτών που ορίζονται στο άρθρο 142 παρ. 2 περ. α΄, κα−
θώς και των συλλογικών οργάνων του άρθρου 119 του
παρόντος, υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον του αρμόδιου
υπηρεσιακού συμβουλίου.
2. Οι αποφάσεις των υπηρεσιακών συμβουλίων που
κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε ένσταση ενώπιον
του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, από τον
υπάλληλο που τιμωρήθηκε, στις περιπτώσεις επιβολής
της πειθαρχικής ποινής του προστίμου αποδοχών δύο
(2) μηνών και άνω, της στέρησης του δικαιώματος για
προαγωγή, του υποβιβασμού, της προσωρινής και ορι−
στικής παύσης. Όλες οι αποφάσεις των υπηρεσιακών
συμβουλίων που κρίνουν σε πρώτο βαθμό υπόκεινται
σε ένσταση ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού
συμβουλίου, υπέρ της διοίκησης, κατά τα οριζόμενα στο
εδάφιο β΄ της επόμενης παραγράφου.
Οι μη οριστικές αποφάσεις που εκδίδονται σύμφωνα
με την παρ. 2 του άρθρου 114 του παρόντος υπόκεινται
σε ένσταση ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού
Συμβουλίου από τον υπάλληλο ή τη διοίκηση.
3. Ένσταση ενώπιον του υπηρεσιακού ή του Δευτερο−
βάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου δικαιούνται να ασκή−
σουν: α) ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε και β) υπέρ της
διοίκησης ή υπέρ του υπαλλήλου κάθε ανώτερος πει−
θαρχικώς προϊστάμενος, οι πρόεδροι των συλλογικών
οργάνων του άρθρου 119 του παρόντος και ο Υπουργός
ή ο Γενικός Γραμματέας Περιφέρειας που ασκεί επο−
πτεία στο νομικό πρόσωπο.
4. Η ένσταση ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα
(30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον
υπάλληλο ή από την περιέλευσή της στα όργανα που
δικαιούνται να ασκήσουν ένσταση. Η προθεσμία αυτή
παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για εκείνους
που διαμένουν στο εξωτερικό.
5. Τα υπηρεσιακά συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο
Πειθαρχικό Συμβούλιο, όταν κρίνουν μετά από ένσταση
του υπαλλήλου ή υπέρ του, δεν μπορούν να χειροτε−
ρεύουν τη θέση του. Όταν κρίνουν ένσταση υπέρ της
διοίκησης, δεν μπορούν να επιβάλουν ελαφρότερη ποινή
από αυτήν που επιβλήθηκε. Όταν ασκούνται ενστάσεις
τόσο από τον υπάλληλο όσο και υπέρ της διοίκησης,
το οικείο συμβούλιο τις κρίνει από κοινού και δεν δε−
σμεύεται ως προς την ποινή που θα επιβάλει.
6. Η προθεσμία για την άσκηση ένστασης και η άσκησή
της αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής από−
φασης με εξαίρεση τις πειθαρχικές ποινές στέρησης
του δικαιώματος για προαγωγή και της προσωρινής και
οριστικής παύσης.
Ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν την υπηρεσιακή κα−
τάσταση των υπαλλήλων κατά το χρόνο της αναστολής
διατηρούνται σε ισχύ.
7. Η ένσταση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικώς
προϊσταμένων κατατίθεται στο αρμόδιο υπηρεσιακό
620 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
συμβούλιο. Η ένσταση κατά αποφάσεων του υπηρε−
σιακού συμβουλίου που έκρινε σε πρώτο βαθμό κατα−
τίθεται σε αυτό, το οποίο τη διαβιβάζει αμελλητί στο
Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο με τον πλήρη
φάκελο της απόφασης.
8. Τα υπηρεσιακά συμβούλια και το Δευτεροβάθμιο
Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν μπορούν να χειροτερεύσουν
τη θέση του υπαλλήλου όταν η ένσταση ασκείται από
τον ίδιο ή υπέρ αυτού.
Άρθρο 142
Προσφυγή
1. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της
Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των απο−
φάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου
που επιβάλλει τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού
ή της οριστικής παύσης.
2. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Εφε−
τείου έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά:
α) των πειθαρχικών αποφάσεων του Υπουργού, του Δι−
οικητή του Αγίου Όρους, του προέδρου ή του επικεφαλής
ανεξάρτητης διοικητικής αρχής, καθώς και του διοικητή
ή του προέδρου συλλογικού οργάνου, ο οποίος ασκεί τη
διοίκηση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου,
β) των αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού
συμβουλίου που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή του
προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός και άνω, της στέ−
ρησης του δικαιώματος για προαγωγή και της προσω−
ρινής παύσης,
γ) των αποφάσεων των συλλογικών οργάνων του άρ−
θρου 119 του παρόντος.
3. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής ενώπι−
ον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού
Εφετείου διέπονται από τις κείμενες διατάξεις, με την
επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου.
4. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και
η άσκηση της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πει−
θαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές απο−
φάσεις που επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή
οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Το Συμβούλιο της
Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο δύνανται με από−
φαση τους να αναστείλουν την εκτέλεση της πειθαρχι−
κής απόφασης, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη
βλάβη του προσφεύγοντα ή ευδοκίμηση της προσφυγής,
εκτός εάν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν
τη χορήγηση αναστολής. Στην περίπτωση χορήγησης
αναστολής, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε
προθεσμία οκτώ (Cool μηνών από τη χορήγηση της, άλλως
η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης της πειθαρχικής
απόφασης παύει να ισχύει.
5. Στην περίπτωση κατά την οποία έχει ασκηθεί προ−
σφυγή κατά αποφάσεως η οποία επιβάλλει την ποινή της
προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, η εκ−
δίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία έξι (6)
μηνών από την άσκηση της, άλλως η πειθαρχική απόφαση
εκτελείται από την οικεία υπηρεσία ή το Ν.Π.Δ.Δ., κατά τα
οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 144 του παρόντος.
6. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφε−
τείο, όταν κρίνουν μετά από προσφυγή, δεν δύνανται
να χειροτερεύουν τη θέση του υπαλλήλου.
Άρθρο 143
Επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας
1. Την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, σύμ−
φωνα με τις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 114 του
παρόντος, μπορούν να ζητήσουν τα όργανα των παρα−
γράφων 1 και 2 του άρθρου 123 του παρόντος, όταν έχει
εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση και ο υπάλ−
ληλος, όταν έχει εκδοθεί αθωωτική ποινική απόφαση
εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) έτους από τη
δημοσίευση της.
2. Η αίτηση για την επανάληψη της πειθαρχικής δι−
αδικασίας απευθύνεται στο οικείο υπηρεσιακό ή στο
Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο κατά περίπτωση,
στο οποίο υπαγόταν ο υπάλληλος κατά το χρόνο τέλε−
σης του παραπτώματος.
3. Αν έχει εκδοθεί καταδικαστική ποινική απόφαση,
κατά την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, μπο−
ρεί να επιβληθεί πειθαρχική ποινή ανώτερη από αυτήν
που είχε επιβληθεί. Αν έχει εκδοθεί αθωωτική ποινική
απόφαση, μπορεί να επιβληθεί ελαφρότερη ποινή ή να
απαλλαγεί ο υπάλληλος. Όταν ο υπάλληλος είχε τιμω−
ρηθεί με οριστική ή προσωρινή παύση ή υποβιβασμό, το
υπηρεσιακό συμβούλιο μπορεί κατά την επανάληψη της
πειθαρχικής διαδικασίας να αποφασίσει και τη βαθμο−
λογική ή μισθολογική του αποκατάσταση. Αν δεν υπάρ−
χει κενή θέση, ο υπάλληλος παραμένει υπεράριθμος και
καταλαμβάνει την πρώτη θέση που θα κενωθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΠΟΙΝΩΝ − ΔΑΠΑΝΕΣ
Άρθρο 144
Εκτέλεση απόφασης
1. Η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται υποχρεωτικώς.
Η εκτέλεση γίνεται από την οικεία υπηρεσία ή νομικό
πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Παράλειψη εκτέλεσης της
ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.
2. Σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής κατά απόφα−
σης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, η
λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως
από τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της
Επικρατείας.
3. Κατά το χρόνο της προσωρινής παύσης ο υπάλ−
ληλος απέχει από κάθε υπηρεσία. Ο χρόνος της προ−
σωρινής παύσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής
υπηρεσίας.
4. Όποιος τιμωρείται με υποβιβασμό δεν κρίνεται για
προαγωγή, πριν περάσει από την επιβολή της ποινής
χρονικό διάστημα ίσο με το μισό του χρόνου που απαι−
τείται για προαγωγή.
5. Η επιβολή της ποινής της στέρησης του δικαιώμα−
τος για προαγωγή περιλαμβάνει και το δικαίωμα επι−
λογής σε βαθμίδες καθηκόντων.
6. Η πειθαρχική απόφαση, η οποία επιβάλλει πρό−
στιμο, εκτελείται από τον προϊστάμενο της υπηρεσί−
ας που εντέλλεται την πληρωμή των αποδοχών του
υπαλλήλου. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση, το πρόστιμο
εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα
για την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Για την καταβολή
βαρύνεται αποκλειστικά ο υπάλληλος που τιμωρήθηκε
και όχι οι κληρονόμοι του.
Το πρόστιμο υπολογίζεται στις αποδοχές που λαμ−
βάνει ο υπάλληλος κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτο−
βάθμιας πειθαρχικής απόφασης. Όταν αυτό ορίζεται έως
στο ένα πέμπτο (1/5) των αποδοχών του, παρακρατείται
εφάπαξ από τις αποδοχές του πρώτου μήνα μετά την
τελεσιδικία της απόφασης. Όταν είναι μεγαλύτερο, πα−
ρακρατείται τμηματικώς κατά μήνα.
Η μηνιαία παρακράτηση καθορίζεται με την πειθαρχι−
κή απόφαση και δεν επιτρέπεται να είναι ανώτερη από
το ένα πέμπτο (1/5) των αποδοχών του υπαλλήλου.
Άρθρο 145
Διαγραφή πειθαρχικών ποινών
1. Διαγράφονται αυτοδικαίως η ποινή της επίπληξης
μετά τρία (3) έτη, του προστίμου μετά πέντε (5) έτη και
οι λοιπές ποινές, εκτός από την ποινή της οριστικής
παύσης, μετά δέκα (10) έτη, εφόσον κατά το αντίστοιχο
χρονικό διάστημα ο υπάλληλος δεν τιμωρήθηκε με άλλη
ποινή. Ο χρόνος της διαγραφής υπολογίζεται από την
εκτέλεση της πειθαρχικής ποινής.
2. Ο πειθαρχικός φάκελος ποινής που διαγράφεται,
αφαιρείται από το προσωπικό μητρώο του υπαλλήλου,
τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας και δεν επιτρέπεται
εφεξής να αποτελεί στοιχείο κρίσης του.
Άρθρο 146
Δαπάνες πειθαρχικής διαδικασίας
1. Η πειθαρχική διαδικασία διεξάγεται ατελώς.
2. Όταν διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη, οι αμοιβές
των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται από το πειθαρ−
χικό όργανο και καταβάλλονται από το Δημόσιο ή το
οικείο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄
ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΛΥΣΗ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Άρθρο 147
Λόγοι λύσης
Η υπαλληλική σχέση λύεται με το θάνατο, την απο−
δοχή της παραίτησης, την έκπτωση και την απόλυση
του υπαλλήλου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ
Άρθρο 148
Παραίτηση
1. Η παραίτηση αποτελεί δικαίωμα του υπαλλήλου και
υποβάλλεται εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία στην
αίτηση παραίτησης θεωρούνται ότι δεν έχουν γραφεί.
2. Η παραίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί αν
κατά την υποβολή της εκκρεμεί ποινική δίωξη για πλημ−
μέλημα από τα αναφερόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1
του άρθρου 8 ή για κακούργημα ή πειθαρχική δίωξη
ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου για παράπτωμα
που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης
ή αν η ποινική ή πειθαρχική δίωξη ασκηθεί μέσα σε δύο
(2) μήνες από την υποβολή της αίτησης παραίτησης και
πριν την αποδοχή της.
Στην περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης μετά
την υποβολή αίτησης παραίτησης, εφόσον η πειθαρχική
υπόθεση δεν εκδικασθεί σε πρώτο βαθμό εντός έξι (6)
μηνών, ο υπάλληλος δικαιούται να υποβάλει νέα αίτηση
παραίτησης κατά τους όρους του παρόντος άρθρου.
3. Ο υπάλληλος, που έχει τις υποχρεώσεις του άρθρου
58, δεν έχει δικαίωμα να παραιτηθεί πριν λήξει ο χρόνος
που ορίζεται στη διάταξη αυτή.
4. Ο υπάλληλος μέσα σε αποκλειστική προθεσμία
ενός (1) μηνός από την υποβολή της αίτησης παραί−
τησης μπορεί να την ανακαλέσει εγγράφως, εφόσον
αυτή δεν έχει γίνει αποδεκτή σύμφωνα με την επόμενη
παράγραφο.
5. Η αίτηση παραίτησης γίνεται αποδεκτή με πράξη
που εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο και δημοσιεύ−
εται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η υπηρεσία δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την αίτηση
παραίτησης πριν από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών
από την υποβολή της. Αν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες
από την πάροδο δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβο−
λή της αίτησης παραίτησης ο υπάλληλος επανέλθει με
δεύτερη αίτηση, εμμένοντας στην παραίτηση του, αυτή
γίνεται αυτοδικαίως αποδεκτή και λύεται η υπαλληλική
σχέση από την ημέρα υποβολής της δεύτερης αίτησης.
Η αίτηση παραίτησης θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή
και λύεται αυτοδικαίως η υπαλληλική σχέση, αν παρέλ−
θει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή
της. Για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης εκδίδεται
διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που ρυθμίζουν
την παραίτηση του υπαλλήλου σε ειδικές περιπτώσεις,
διατηρούνται σε ισχύ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΕΚΠΤΩΣΗ
Άρθρο 149
Αυτοδίκαιη έκπτωση λόγω ποινικής καταδίκης
Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας,
εφόσον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση:
α) καταδικασθεί σε ποινή τουλάχιστον πρόσκαιρης
κάθειρξης ή σε οποιαδήποτε ποινή για πλημμέλημα από
τα αναφερόμενα στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 8
του παρόντος ή σε οποιαδήποτε ποινή για λιποταξία,
β) του επιβληθεί στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Η έκπτωση επέρχεται από την ημερομηνία δημοσίευσης
της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης. Για την έκ−
πτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποί−
ας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 150
Επαναφορά στην υπηρεσία μετά από έκπτωση
1. Υπάλληλος που εξέπεσε, σύμφωνα με τις διατάξεις
του άρθρου 149 του παρόντος, επανέρχεται στην υπη−
ρεσία από την οποία εξέπεσε, μετά από έκδοση προε−
δρικού διατάγματος κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συ−
ντάγματος, το οποίο αίρει τις συνέπειες της ποινής.
2. Η επαναφορά γίνεται σε κενή οργανική θέση με
απόφαση του οικείου Υπουργού και προκειμένου για
Ν.Π.Δ.Δ. με απόφαση του μονομελούς οργάνου διοίκη−
σης του και αν αυτό δεν υπάρχει με απόφαση του Δ.Σ.
αυτού. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, επαναφέρεται σε
προσωποπαγή θέση που συνιστάται με την απόφαση
επαναφοράς και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που
θα κενωθεί, οπότε καταργείται αυτοδικαίως η προσω−
ποπαγής θέση.
Άρθρο 151
Έκπτωση λόγω απώλειας ιθαγένειας
Ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδικαίως της υπηρεσίας
από την ημερομηνία που απώλεσε την ελληνική ιθαγέ−
νεια ή την ιθαγένεια κράτους − μέλους της Ευρωπαϊκής
Ένωσης. Για την έκπτωση εκδίδεται διαπιστωτική πράξη,
περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως.
ΦΕΚ 26 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 621
622 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΑΠΟΛΥΣΗ
Άρθρο 152
Λόγοι απόλυσης
Ο υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους
λόγους:
α) επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύ−
σης, β) σωματική ή πνευματική ανικανότητα,
γ) κατάργηση της θέσης στην οποία υπηρετεί,
δ) συμπλήρωση ορίου ηλικίας και τριακονταπεντα−
ετίας,
ε) ακαταλληλότητα κατά το άρθρο 95 του παρόντος
Κώδικα.
Άρθρο 153
Απόλυση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα
1. Ο υπάλληλος απολύεται ύστερα από απόφαση του
υπηρεσιακού συμβουλίου, αν διαπιστωθεί σωματική ή
πνευματική ανικανότητα, σύμφωνα με τα άρθρα 100,
165 και 167 του παρόντος. Δεν απολύεται ο υπάλληλος
αν η ανικανότητά του επιτρέπει την άσκηση άλλων κα−
θηκόντων.
2. Ο υπάλληλος που απολύεται σύμφωνα με την παρ. 1
του παρόντος άρθρου αναδιορίζεται σύμφωνα με το
άρθρο 21 του παρόντος Κώδικα.
Άρθρο 154
Απόλυση λόγω κατάργησης θέσης
1. Ο υπάλληλος απολύεται, αν καταργηθεί η θέση στην
οποία υπηρετεί.
2. Αν καταργηθούν ορισμένες μόνο θέσεις του ίδι−
ου κλάδου, απολύονται οι υπάλληλοι οι οποίοι συγκε−
ντρώνουν τα λιγότερα ουσιαστικά προσόντα, ύστερα
από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Κατά της
απόφασης αυτής επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο
της Επικρατείας.
3. Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση κατάργησης
θέσεων μετά από συγχώνευση κλάδων ή υπηρεσιών.
4. Οι κατά τις ανωτέρω διατάξεις προς απόλυση
υπάλληλοι δικαιούνται, με αίτηση τους, να μεταταγούν
σε κενή οργανική θέση άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή
Ν.Π.Δ.Δ.. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρό−
ταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης
και Αποκέντρωσης, καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι και
η διαδικασία μετάταξης.
5. Ο υπάλληλος δικαιούται να επαναδιοριστεί, αν επα−
νασυσταθεί η ίδια ή όμοια θέση μέσα σε ένα (1) έτος
από την απόλυση του.
Άρθρο 155
Απόλυση λόγω ορίου ηλικίας
και τριακονταπενταετίας
1. Ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρε−
σία με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του.
2. Κατ’ εξαίρεση ο υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως
από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του 60ού έτους
της ηλικίας του και τριάντα πέντε (35) ετών πραγματι−
κής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας.
Αν ο υπάλληλος, κατά τη συμπλήρωση του 65ου έτους
της ηλικίας του δεν έχει συμπληρώσει τριάντα πέντε
(35) ετών πραγματική και συντάξιμη δημόσια υπηρεσία,
παρατείνεται η παραμονή του στην υπηρεσία έως τη
συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και πάντως όχι πέ−
ραν του 67ου έτους της ηλικίας του.
3. Ως ημέρα γέννησης, για την εφαρμογή των προ−
ηγούμενων παραγράφων, θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου
του έτους γέννησης.
4. Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία θεωρείται κάθε
υπηρεσία που έχει παρασχεθεί στο Δημόσιο, νομικό
πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. με σχέση εργασίας
δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή που αναγνωρίζεται ως
πραγματική δημόσια υπηρεσία με βάση ειδικές διατά−
ξεις. Ο χρόνος στράτευσης πριν από την έναρξη της
υπαλληλικής σχέσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής
δημόσιας υπηρεσίας.
Άρθρο 156
Πράξη λύσης της υπαλληλικής σχέσης
1. Η υπαλληλική σχέση λύεται με απόφαση του οικείου
Υπουργού ή του μονομελούς οργάνου διοίκησης του
νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και, αν δεν υπάρ−
χει, του προέδρου του συλλογικού οργάνου διοίκησης
των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, περίληψη
της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερ−
νήσεως.
2. Εκτός από τις περιπτώσεις αυτοδίκαιης λύσης, η
υπαλληλική σχέση λύεται με την κοινοποίηση της από−
φασης στον ενδιαφερόμενο. Αν η απόφαση αυτή δεν
κοινοποιηθεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη δημο−
σίευσή της, η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως
από την πάροδο του εικοσαήμερου.
ΜΕΡΟΣ Ζ΄
ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Άρθρο 157
Είδη και αρμοδιότητες
1. Τα υπηρεσιακά συμβούλια διακρίνονται ως εξής:
α. Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, αρμόδιο για την εν
γένει υπηρεσιακή κατάσταση των ανώτατων υπαλλήλων
του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου
δικαίου, με εξαίρεση την Ακαδημία Αθηνών, τα Πανεπι−
στήμια και τα Τ.Ε.Ι.
β. Υπηρεσιακά συμβούλια, αρμόδια για την εν γένει
υπηρεσιακή κατάσταση των λοιπών υπαλλήλων του
Κράτους.
γ. Υπηρεσιακά συμβούλια, αρμόδια για την εν γένει
υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων ορισμένου νο−
μικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ειδικά) ή πλειόνων
νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (κοινά).
δ. Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο.
2. Κάθε υπηρεσιακό συμβούλιο αποτελεί ιδιαίτερη
αρχή.
3. Τα υπηρεσιακά συμβούλια ασκούν τις αρμοδιότη−
τες που προβλέπει το Σύνταγμα, ο παρών Κώδικας και
ειδικές διατάξεις. Τα υπηρεσιακά συμβούλια των προ−
ηγούμενων περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ λειτουργούν και ως
πειθαρχικά συμβούλια.
4. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο κρίνει σε πρώτο
και τελευταίο βαθμό.
5. Τα υπηρεσιακά συμβούλια των περιπτώσεων β΄ και
γ΄ κρίνουν είτε σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είτε σε
δεύτερο βαθμό.
6. Το συμβούλιο της περίπτωσης δ΄ λειτουργεί απο−
κλειστικά ως πειθαρχικό, με την επιφύλαξη του άρθρου
95. Κρίνει σε δεύτερο βαθμό, κατά το νόμο και την
ουσία και κατ’ εξαίρεση σε πρώτο βαθμό όταν αυτό
προβλέπεται.
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 623
Άρθρο 158
Σύσταση
1. Συνιστάται Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο που εδρεύ−
ει στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης.
2. Σε κάθε δημόσια υπηρεσία ή Ν.Π.Δ.Δ. συνιστάται,
με απόφαση του οικείου Υπουργού, που δημοσιεύεται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ένα υπηρεσιακό
συμβούλιο. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η σύσταση πε−
ρισσότερων συμβουλίων όταν αυτό επιβάλλεται από
ειδικότερους υπηρεσιακούς λόγους.
3. Η σύσταση υπηρεσιακού συμβουλίου στις Περιφέ−
ρειες γίνεται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της
οικείας Περιφέρειας.
4. Σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εδρεύουν
στην περιοχή της ίδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης,
επιτρέπεται η σύσταση ενός ή περισσότερων κοινών
υπηρεσιακών συμβουλίων, με απόφαση του οργάνου
που ασκεί την εποπτεία στα νομικά πρόσωπα δημοσίου
δικαίου. Με τη συστατική απόφαση, που δημοσιεύεται
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται και η
έδρα των κοινών υπηρεσιακών συμβουλίων.
5. Σε περίπτωση σύστασης περισσότερων υπηρεσια−
κών συμβουλίων στη ίδια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο
δημοσίου δικαίου, με την πράξη σύστασης τους, καθο−
ρίζεται η αρμοδιότητα καθενός από αυτά.
6. Στην Ακαδημία Αθηνών και σε κάθε Πανεπιστήμιο
και Τ.Ε.Ι. συνιστάται με απόφαση του Προέδρου της
Ακαδημίας Αθηνών ή του Πρύτανη Πανεπιστημίου ή του
Προέδρου Τ.Ε.Ι., που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, ένα (1) υπηρεσιακό συμβούλιο. Το δεύτερο
εδάφιο της παρ. 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται
και εν προκειμένω.
Άρθρο 159
Συγκρότηση
1. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο είναι επταμελές
και αποτελείται από:
α. Έναν επίτιμο Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επι−
κρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρί−
ου ή επίτιμο Σύμβουλο της Επικρατείας ή Αρεοπαγίτη
ή Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως Πρόεδρο, με
αναπληρωτή του πρόσωπο που έχει οποιαδήποτε από
τις ανωτέρω ιδιότητες.
β. Έναν καθηγητή δημόσιου δικαίου Πανεπιστημίου της
έδρας του υπηρεσιακού συμβουλίου και έναν καθηγητή
του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που ορίζονται με
όμοιους αναπληρωτές τους από τον οικείο Πρύτανη,
ύστερα από γνώμη της οικείας σχολής.
γ. Έναν δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω, ειδικευμένο σε
θέματα δημόσιου δικαίου, που ορίζεται με όμοιο ανα−
πληρωτή του από τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλ−
λόγου Αθηνών.
δ. Δύο Γενικούς Διευθυντές από τους οποίους ένας
του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης και ένας του Υπουργείου Οικονομίας
και Οικονομικών, με αναπληρωτές Γενικούς Διευθυντές
των ίδιων Υπουργείων.
ε. Τον Πρόεδρο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ, με αναπληρωτή του
μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της, το οποίο ορίζει
η ίδια.
2. Τα υπηρεσιακά συμβούλια του προσωπικού των
δημόσιων υπηρεσιών και των Ν.Π.Δ.Δ., που υπάγονται
στον Υπαλληλικό Κώδικα, είναι πενταμελή και αποτε−
λούνται από:
α.1). Έναν (1) μόνιμο υπάλληλο που λαμβάνεται μεταξύ
πέντε (5) εν ενεργεία προϊσταμένων Διεύθυνσης που
υπάγονται στην αρμοδιότητα του υπηρεσιακού συμ−
βουλίου και έχουν τον περισσότερο χρόνο άσκησης
καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης, που ορίζεται
πρόεδρος του υπηρεσιακού συμβουλίου.
α.2). Δύο (2) μονίμους υπαλλήλους με βαθμό Α΄ και
ενός (1) τουλάχιστον έτους άσκηση καθηκόντων προϊ−
σταμένου τμήματος, από αυτούς που υπάγονται στην
αρμοδιότητα του υπηρεσιακού συμβουλίου και υπηρε−
τούν στην έδρα του ή στο Νομό Αττικής, για τα υπηρε−
σιακά συμβούλια που εδρεύουν στο νομό αυτόν. Αν ο
αριθμός των υπηρετούντων στην έδρα του υπηρεσιακού
συμβουλίου ή στο Νομό Αττικής, κατά τη διάκριση του
προηγούμενου εδαφίου δεν επαρκεί για τη συγκρότηση
του υπηρεσιακού συμβουλίου, ορίζονται υπάλληλοι που
υπηρετούν εκτός της έδρας, του νομού αυτού ή του
Νομού Αττικής αντίστοιχα, που έχουν τις λοιπές προϋ−
ποθέσεις που ορίζονται στο προαναφερόμενο εδάφιο.
β) Δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων
με βαθμό Α΄.
3. Τα υπό στοιχείο α΄ μέλη της προηγούμενης πα−
ραγράφου ορίζονται από τον οικείο Υπουργό ή το δι−
οικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου δημοσίου
δικαίου.
Τα μέλη αυτά τοποθετούνται από το οικείο όργανο
ως προϊστάμενοι διευθύνσεων, όπως αυτές ορίζονται
στις οικείες οργανικές διατάξεις για μία τριετία. Τα υπό
στοιχείο β΄ μέλη της ίδιας παραγράφου εκλέγονται με
άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ο τρόπος, η
διαδικασία και οι λοιπές προϋποθέσεις της εκλογής
καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται
μετά από γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.. Η γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
παρέχεται μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται
από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από
δεκαπέντε (15) ημέρες. Μετά την πάροδο της προθε−
σμίας αυτής η απόφαση εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη
της Α.Δ.Ε.Δ.Υ.
4. Τα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζονται
ή εκλέγονται αντίστοιχα με ισάριθμους αναπληρω−
τές. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση αιρετού μέλους του
συμβουλίου, τακτικό μέλος ορίζεται ο επόμενος στη
σειρά εκλογής για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της
θητείας.
5. Με την απόφαση συγκρότησης του υπηρεσιακού
συμβουλίου ορίζεται ο αναπληρωτής του προέδρου
από τα υπό στοιχείο α(2) της παρ. 2 του άρθρου αυτού
μέλη.
6. Αν ο αριθμός των θέσεων προϊσταμένων Διεύθυν−
σης της οικείας υπηρεσίας, οι οποίες υπάγονται για την
πλήρωση τους στην αρμοδιότητα του ίδιου υπηρεσιακού
συμβουλίου, είναι τέσσερις έως και έξι, ορίζονται από το
αρμόδιο όργανο διοίκησης δύο προϊστάμενοι Διευθύν−
σεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου
αυτού, και αποτελούν αυτοδίκαια τα δύο υπό στοιχείο
α΄ της παρ. 2 του άρθρου αυτού μέλη του υπηρεσιακού
συμβουλίου. Από τα δύο αυτά μέλη ορίζονται ο πρόε−
δρος του υπηρεσιακού συμβουλίου και ο αναπληρωτής
του με αναλογική εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου
αυτού. Ως τρίτο μέλος ορίζεται είτε υπάλληλος άλλου
κλάδου που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του ίδιου
υπηρεσιακού συμβουλίου είτε υπάλληλος άλλης δημόσι−
ας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.
624 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Αν ο αριθμός των θέσεων προϊσταμένων Διεύθυνσης
της οικείας υπηρεσίας, οι οποίες υπάγονται για την
πλήρωση τους στην αρμοδιότητα του ίδιου υπηρεσιακού
συμβουλίου, είναι μικρότερος των τεσσάρων, ορίζεται
ένας προϊστάμενος Διεύθυνσης, ο οποίος αποτελεί αυ−
τοδίκαια το ένα υπό στοιχείο α΄ της παρ. 2 του άρθρου
αυτού μέλος και ορίζεται πρόεδρος του υπηρεσιακού
συμβουλίου. Τα άλλα δύο μέλη είναι υπάλληλοι είτε
άλλου κλάδου που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του
ίδιου υπηρεσιακού συμβουλίου είτε άλλης δημόσιας
υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, από
τα οποία ο ένας ορίζεται ως αναπληρωτής του προ−
έδρου.
7. Αν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν οι υπάλληλοι
της οικείας υπηρεσίας για να οριστούν ως μέλη του
υπηρεσιακού συμβουλίου, επιλέγονται υπάλληλοι από
άλλη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου
δικαίου που έχουν τις υπό στοιχείο α(2) της παρ. 2 του
άρθρου αυτού προϋποθέσεις.
Αν και τα τρία υπό στοιχείο α΄ της παρ. 2 του άρθρου
αυτού μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου προέρχονται
από άλλη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημο−
σίου δικαίου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της προη−
γούμενης παραγράφου.
Αν το ένα ή τα δύο υπό στοιχείο α΄ της παρ. 2 του άρ−
θρου αυτού μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου προέρ−
χονται από άλλη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο
δημοσίου δικαίου, οι διατάξεις της παρ. 6 εφαρμόζονται
για τον ορισμό δύο ή ενός, κατά περίπτωση, προϊσταμέ−
νων Διεύθυνσης οι οποίοι θα αποτελέσουν αυτοδίκαια
μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, με την
απόφαση συγκρότησης ορίζονται ο πρόεδρος του υπη−
ρεσιακού συμβουλίου και ο αναπληρωτής του με ανα−
λογική εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 5
και 6.
8. Οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 δεν εφαρμό−
ζονται στα κοινά υπηρεσιακά συμβούλια.
9. Αν τα αιρετά μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου
περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών που κρίνονται για προϊ−
στάμενοι οργανικής μονάδας, κρίνονται πρώτα κατά την
πρώτη συνεδρίαση και δεν μπορούν να συμμετάσχουν
σε αυτή για την κρίση που τους αφορά. Αν τα αναπλη−
ρωματικά μέλη έχουν το ίδιο κώλυμα, το υπηρεσιακό
συμβούλιο συνεδριάζει με τα υπόλοιπα μέλη.
10. Στα περιφερειακά υπηρεσιακά συμβούλια διοικητι−
κού προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και
Θρησκευμάτων μπορεί να ορίζονται ως πρόεδροι και
μέλη εκπαιδευτικοί λειτουργοί με βαθμό Α΄ από τους
υπηρετούντες στην πόλη της έδρας του υπηρεσιακού
συμβουλίου, εφόσον δεν υπάρχουν μόνιμοι υπάλληλοι
από τους αναφερόμενους στην περ. α΄ της παρ. 2 του
άρθρου αυτού.
11. Δεν υπάγονται στις διατάξεις των προηγούμενων
παραγράφων τα υπηρεσιακά συμβούλια της Εθνικής
Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.ΥΠ.), της Ακαδημίας Αθηνών,
των Πανεπιστημίων και Τ.Ε.Ι., του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους, της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και
Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.) και της Σιβιτα−
νίδειου Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων, για τα οποία
επιτρέπεται προσαρμογή τους προς τις ρυθμίσεις του
παρόντος με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Εσωτε−
ρικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του
οικείου Υπουργού ή βάσει ισχυουσών ιδίων διατάξεων.
12. Οι ειδικές διατάξεις για τη συγκρότηση των υπη−
ρεσιακών συμβουλίων των ανεξάρτητων αρχών δεν
θίγονται.
Άρθρο 160
Ορισμός μελών
1. Τα μέλη του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζο−
νται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
2. Ο πρόεδρος και τα μέλη των λοιπών υπηρεσιακών
συμβουλίων, καθώς και οι αναπληρωτές τους, ορίζο−
νται με απόφαση του οικείου Υπουργού ή του Δ.Σ. του
Ν.Π.Δ.Δ.. Ο ορισμός των μελών των υπηρεσιακών συμ−
βουλίων των φορέων της παρ. 6 του άρθρου 158 του
παρόντος γίνεται με απόφαση του μονομελούς οργάνου
διοίκησης τους.
3. Σε κάθε υπηρεσιακό συμβούλιο των δημοσίων υπηρε−
σιών και των Ν.Π.Δ.Δ. ο αριθμός των οριζόμενων από την
υπηρεσία μελών κάθε φύλου ανέρχεται σε ποσοστό ίσο
τουλάχιστον με το ένα τρίτο (1/3) των οριζομένων, σύμφω−
να με τις κείμενες διατάξεις, εφόσον στην οικεία υπηρεσία
υπηρετεί επαρκής αριθμός υπαλλήλων που συγκεντρώνει
τις νόμιμες προϋποθέσεις για ορισμό και εφόσον τα μέλη
που ορίζονται είναι περισσότερα από ένα (1).
Τυχόν δεκαδικός αριθμός στρογγυλοποιείται στην
επόμενη ακέραιη μονάδα, εφόσον το κλάσμα είναι ίσο
τουλάχιστον με μισό της μονάδας.
Άρθρο 161
Θητεία
1. Τα μέλη κάθε υπηρεσιακού συμβουλίου, με ισάριθ−
μους αναπληρωτές τους, ορίζονται για θητεία δύο (2)
ετών που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου με απόφαση που
εκδίδεται κατά το Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους.
Η θητεία των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων λήγει
την 31η Δεκεμβρίου των ετών των οποίων ο τελευταίος
αριθμός είναι άρτιος.
2. Κατά τη διάρκεια της διετίας απαγορεύεται η αντι−
κατάσταση μελών, εκτός αν συντρέχουν αποδεδειγμένα
σοβαροί υπηρεσιακοί ή προσωπικοί λόγοι.
Άρθρο 162
Λειτουργία
1. Τα αναπληρωματικά μέλη μετέχουν σε περίπτωση
απουσίας ή κωλύματος των τακτικών μελών.
2. Ο αναπληρωτής του προέδρου προεδρεύει σε πε−
ρίπτωση απουσίας ή κωλύματος του προέδρου.
3. Στα υπηρεσιακά συμβούλια των δημοσίων υπηρε−
σιών και των Ν.Π.Δ.Δ. ως εισηγητές και αναπληρωτές
τους ορίζονται οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών προσω−
πικού, χωρίς δικαίωμα ψήφου, εκτός αν είναι και μέλη
του υπηρεσιακού συμβουλίου. Ειδικά κατά την εξέτα−
ση πειθαρχικών υποθέσεων, ως εισηγητής με δικαίωμα
ψήφου, ορίζεται, σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ.
1 του άρθρου 133 του παρόντος, ένα από τα μέλη του
υπηρεσιακού συμβουλίου.
4. Στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο ως ει−
σηγητές ορίζονται, με πράξη του προέδρου, μόνο μέλη
του.
5. Εισηγητές στο Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο ορίζο−
νται μέλη του. Εισηγητές χωρίς δικαίωμα ψήφου μπορεί
να ορίζονται από τον πρόεδρο αυτού και συνταξιούχοι
ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί από κατάλογο που κα−
ταρτίζει το ίδιο το Συμβούλιο.
6. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος που ορίζεται
με τον αναπληρωτή του με την απόφαση ορισμού των
μελών.
7. Το έργο του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου υπο−
στηρίζεται από γραμματεία, της οποίας η οργάνωση,
ο αριθμός του προσωπικού και ο τρόπος λειτουργίας
καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
8. Όλα τα υπηρεσιακά συμβούλια βρίσκονται σε απαρ−
τία, όταν είναι παρόντα τρία (3) τουλάχιστον μέλη τους,
εκτός από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο και τα τμή−
ματα του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που
συνεδριάζουν με την παρουσία πέντε (5) τουλάχιστον
μελών. Τα υπηρεσιακά συμβούλια αποφασίζουν ή γνω−
μοδοτούν με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών,
στα οποία συμπεριλαμβάνεται οπωσδήποτε ο πρόε−
δρος ή ο αναπληρωτής του. Σε περίπτωση ισοψηφίας,
υπερισχύει η ψήφος του προέδρου. Εάν σχηματισθούν
περισσότερες από δύο γνώμες, όσοι ακολουθούν την
ασθενέστερη οφείλουν να προσχωρήσουν σε μία από
τις επικρατέστερες.
9. Οι πράξεις των υπηρεσιακών συμβουλίων διατυπώ−
νονται σε πρακτικά που υπογράφονται από τον πρόεδρο
και τον γραμματέα. Ως την υπογραφή των πρακτικών,
μπορεί να χορηγείται στην οικεία υπηρεσία βεβαίωση
για τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί, η οποία υπογρά−
φεται από τον πρόεδρο του υπηρεσιακού συμβουλίου.
Βάσει της βεβαίωσης αυτής μπορεί να γίνονται από τη
διοίκηση οι απαιτούμενες περαιτέρω ενέργειες για την
εκτέλεση των πράξεων των υπηρεσιακών συμβουλίων.
Όμοια βεβαίωση μπορεί να χορηγείται και στους ενδι−
αφερόμενους υπαλλήλους, ύστερα από αίτηση τους.
Στα πρακτικά καταχωρίζεται και η γνώμη των τυχόν
μειοψηφούντων.
10. Η ψηφοφορία των μελών των υπηρεσιακών συμ−
βουλίων γίνεται κατά σειρά αντίστροφη από εκείνη της
απόφασης ορισμού τους.
11. Η λειτουργία των υπηρεσιακών συμβουλίων διέπε−
ται συμπληρωματικά από τις γενικές διατάξεις για τη
λειτουργία των συλλογικών οργάνων διοίκησης.
12. Ο υπάλληλος μπορεί να παρίσταται ενώπιον των
υπηρεσιακών συμβουλίων που κρίνουν πειθαρχική του
υπόθεση αυτοπροσώπως, με συμπαράσταση δικηγόρου
ή μόνο δια δικηγόρου.
13. Η ιδιότητα του εισηγητή του υπηρεσιακού συμβου−
λίου δεν είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους
του υπηρεσιακού συμβουλίου.
14. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομί−
ας και Οικονομικών καθορίζεται, κατά παρέκκλιση των
κειμένων διατάξεων, αποζημίωση των τακτικών μελών
του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου, καθώς και των
αναπληρωματικών μελών ανάλογα με τις συνεδριάσεις
στις οποίες μετείχαν.
Άρθρο 163
Συγκρότηση και λειτουργία Δευτεροβάθμιου
Πειθαρχικού Συμβουλίου
1. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο αποτε−
λείται από:
α) Έναν Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους, ως Πρόεδρο, που υποδεικνύεται από τον Πρό−
εδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
β) Τέσσερις Συμβούλους του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους με ισάριθμους αναπληρωτές τους, που υπο−
δεικνύονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου
του Κράτους.
γ) Δύο Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων της Γενι−
κής Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης με δύο αναπληρωτές τους
Προϊσταμένους Γενικών Διευθύνσεων ή Διευθύνσεων της
ίδιας Υπηρεσίας, οι οποίοι ορίζονται από τον Υπουργό
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
δ) Τον Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης που είναι
αρμόδια για θέματα προσωπικού του Υπουργείου στο
οποίο υπάγεται η υπηρεσία ή το οποίο εποπτεύει την
υπηρεσία ή το Ν.Π.Δ.Δ. όπου διαπράχθηκε το πειθαρχικό
παράπτωμα, με αναπληρωτές του άλλους Προϊστάμε−
νους Γενικών Διευθύνσεων ή Διευθύνσεων του ίδιου ως
άνω Υπουργείου, οριζόμενους κατ’ έτος με απόφαση του
οικείου Υπουργού. Προκειμένου για υπαλλήλους Ν.Π.Δ.Δ.
που εποπτεύονται από τον Γενικό Γραμματέα Περιφέ−
ρειας στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο μετέ−
χει προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου
Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
ε) Δύο εκπροσώπους της Α.Δ.Ε.Δ.Υ με τους αναπληρω−
τές τους, οι οποίοι είναι μόνιμοι υπάλληλοι προϊστάμενοι
Διεύθυνσης και οι οποίοι υποδεικνύονται με απόφαση
της εκτελεστικής επιτροπής της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. Αν η Α.Δ.Ε.Δ.Υ
δεν υποδείξει μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών
από την περιέλευση σε αυτήν εγγράφου ερωτήματος
του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης, τα μέλη αυτά μαζί με τους αναπληρω−
τές τους ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσω−
τερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης από
υπηρεσίες και Ν.Π.Δ.Δ., υπάλληλοι των οποίων υπάγο−
νται στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα.
2. Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί
σε δύο Τμήματα, καθένα των οποίων αποτελείται από:
α) Τον Πρόεδρο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού
Συμβουλίου αναπληρούμενο από τον αρχαιότερο των
μετεχόντων Συμβούλων του Νομικού Συμβουλίου του
Κράτους.
β) Δύο Συμβούλους του Νομικού Συμβουλίου του Κρά−
τους ή τους αναπληρωτές τους.
γ) Έναν Προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης της Γενικής
Γραμματείας Δημόσιας Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Δι−
ακυβέρνησης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης ή τον αναπληρωτή του.
δ) Το τακτικό μέλος της περιπτώσεως δ΄ ανωτέρω,
αναπληρούμενο από το αναπληρωματικό του μέλος.
ε) Τους δύο εκπροσώπους της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. ή τους ανα−
πληρωτές τους.
Οι μετέχοντες σε οποιοδήποτε Τμήμα αναπληρωτές
των τακτικών μελών θεωρούνται για τη σύνθεση ως
τακτικά μέλη.
Γραμματέας των δύο Τμημάτων είναι ο προϊστάμε−
νος της Γραμματείας του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχι−
κού Συμβουλίου με δύο αναπληρωτές υπαλλήλους της
Γραμματείας.
Με απόφαση του Προέδρου του Δευτεροβάθμιου Πει−
θαρχικού Συμβουλίου ορίζονται τα μέλη καθενός Τμήμα−
τος με τον Γραμματέα και τους αναπληρωτές του.
3. Τα μέλη του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβου−
λίου μαζί με τους αναπληρωτές τους ορίζονται για θη−
τεία δύο (2) ετών που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου, με από−
φαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης
και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται κατά το Δεκέμβριο
του προηγούμενου έτους.
ΦΕΚ 26 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 625
626 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
Κατά τη διάρκεια της θητείας τους απαγορεύεται η
αντικατάσταση μελών, εκτός αν συντρέχουν αποδεδειγ−
μένα σοβαροί υπηρεσιακοί ή προσωπικοί λόγοι.
4. Τα τακτικά μέλη των περιπτώσεων α΄ και β΄ της
παρ. 1 είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης
στο Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Η θητεία
τους σε αυτό θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας
τους στις οργανικές τους θέσεις και στο βαθμό τον
οποίο κατέχουν, για όλες τις συνέπειες. Τα ανωτέρω
μέλη μπορούν να συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της
Ολομέλειας, των Τμημάτων και των λοιπών συλλογικών
οργάνων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δη−
μόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και
Οικονομικών καθορίζεται, κατά παρέκκλιση των κειμέ−
νων διατάξεων, αποζημίωση των τακτικών μελών του
Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, καθώς και
των αναπληρωματικών μελών ανάλογα με τις συνεδρι−
άσεις στις οποίες μετείχαν.
6. Για τη διαδικασία ενώπιον του Δευτεροβάθμιου
Πειθαρχικού Συμβουλίου εφαρμόζονται αναλόγως οι
διατάξεις των άρθρων 136, 137, 138, 139 και 140 του
παρόντος Κώδικα.
7. Τα Πρωτοβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια είναι υπο−
χρεωμένα να ενημερώνουν σε τακτά χρονικά διαστή−
ματα το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο για την
πορεία και την έκβαση των πειθαρχικών υποθέσεων,
από την εισαγωγή τους σε αυτά μέχρι την έκδοση της
πειθαρχικής απόφασης.
8. Με απόφαση του Προέδρου του Δευτεροβάθμιου Πει−
θαρχικού Συμβουλίου ασκείται πειθαρχική δίωξη ενώπιον
του συμβουλίου αυτού κατά των μελών των Πρωτοβάθμι−
ων Πειθαρχικών Συμβουλίων που παραβαίνουν τις διατά−
ξεις της παρ. 2 του άρθρου 122 του παρόντος, καθώς και
τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
9. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζεται ο ειδικότερος
τρόπος λειτουργίας του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού
Συμβουλίου και κάθε σχετική λεπτομέρεια εφαρμογής
του παρόντος άρθρου.
10. Το έργο του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβου−
λίου υποστηρίζεται από γραμματεία, της οποίας η οργά−
νωση, οι θέσεις προσωπικού και ο τρόπος λειτουργίας
καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ
Άρθρο 164
Είδη υγειονομικών επιτροπών
1. Αρμόδιες να αποφαίνονται για θέματα υγείας των
υπαλλήλων είναι οι υγειονομικές επιτροπές που δια−
κρίνονται σε:
α) πρωτοβάθμιες,
β) δευτεροβάθμιες,
γ) προσφυγών,
δ) ειδικές.
2. Αρμόδιες να γνωματεύουν προκειμένου να χορηγη−
θούν αναρρωτικές άδειες σε μόνιμους υπαλλήλους του
Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,
οι οποίοι κατά τη μονιμοποίηση τους διατήρησαν την
υγειονομική ασφάλιση του Ι.Κ.Α., είναι οι οικείες υγειο−
νομικές επιτροπές του Ι.Κ.Α..
3. Στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που διαθέ−
τουν δική τους υγειονομική οργάνωση, μπορεί, με πράξη
του διοικητικού συμβουλίου η οποία εγκρίνεται από τον
Υπουργό που εποπτεύει το νομικό πρόσωπο, να ανατί−
θεται η άσκηση των έργων των πρωτοβάθμιων ή δευτε−
ροβάθμιων υγειονομικών επιτροπών σε υφιστάμενες σε
αυτά αντίστοιχες υγειονομικές επιτροπές. Η αρμοδιότητα
των επιτροπών αυτών μπορεί, με κοινή απόφαση των
Υπουργών που ασκούν την εποπτεία, να επεκτείνεται
και σε νομικά πρόσωπα, οι υπάλληλοι των οποίων είναι
ασφαλισμένοι για τον κλάδο ασθενείας στο νομικό πρό−
σωπο στο οποίο λειτουργούν οι επιτροπές.
Άρθρο 165
Πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες
υγειονομικές επιτροπές
1. Σε κάθε νομό και νομαρχιακό διαμέρισμα συνιστώ−
νται, με απόφαση του οικείου Γενικού Γραμματέα Περι−
φέρειας, μία ή περισσότερες πρωτοβάθμιες υγειονομι−
κές επιτροπές που αποτελούνται από τρία (3) μέλη και
συγκροτούνται από γιατρούς του Δημοσίου ή νομικών
προσώπων δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. που υπηρετούν
στο νομό ή το νομαρχιακό διαμέρισμα.
Οι πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές είναι αρμό−
διες να γνωματεύουν, ύστερα από ερώτημα της υπηρε−
σίας: α) για τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών, β) για
την πιστοποίηση της υγείας των υποψηφίων για διορι−
σμό, γ) για το χαρακτηρισμό νοσημάτων που χρήζουν
νοσηλείας για τη χορήγηση άδειας έως είκοσι δύο (22)
εργάσιμων ημερών το χρόνο, σύμφωνα με τις διατάξεις
του άρθρου 50 παρ. 2 του παρόντος και δ) για κάθε
άλλο θέμα υγείας του υπαλλήλου το οποίο έχει σχέση
με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα.
Αν συσταθούν περισσότερες επιτροπές, με την από−
φαση σύστασης τους ορίζονται η έδρα και η χωρική
αρμοδιότητά τους.
2. Στην έδρα κάθε Περιφέρειας συνιστάται με από−
φαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας δευτε−
ροβάθμια υγειονομική επιτροπή, που αποτελείται από
πέντε (5) μέλη και συγκροτείται από γιατρούς του Δη−
μοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α.
που υπηρετούν στο νομό.
Οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές είναι αρ−
μόδιες: α) για την κρίση ενστάσεων κατ’ αποφάσεων
των πρωτοβάθμιων επιτροπών κατά το άρθρο 56 παρ. 5,
β) για την απόλυση από την υπηρεσία λόγω ασθένειας
όταν δεν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 153 παρ.
1 εδάφιο δεύτερο του παρόντος και γ) για την κρίση
της αποκατάστασης της υγείας όσων αναδιορίζονται
σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος.
Δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή μπορεί να συ−
σταθεί και εκτός της έδρας της Περιφέρειας με από−
φαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, με την
οποία ορίζεται και η χωρική της αρμοδιότητα.
Στις δευτεροβάθμιες επιτροπές δεν μπορεί να μετέχει
μέλος που μετείχε στην πρωτοβάθμια επιτροπή κατά
της οποίας στρέφεται η ένσταση.
3. Ο ορισμός των μελών των πρωτοβάθμιων και δευ−
τεροβάθμιων υγειονομικών επιτροπών γίνεται τον Ια−
νουάριο κάθε δεύτερου έτους με απόφαση του οικείου
Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας. Με την ίδια απόφαση
ορίζεται και ο γραμματέας από τους υπαλλήλους που
υπηρετούν στην έδρα των υγειονομικών επιτροπών και
η αποζημίωση των μελών τους και του γραμματέα.
4. Οι αρνητικές αποφάσεις των υγειονομικών επιτρο−
πών κοινοποιούνται απευθείας στον ενδιαφερόμενο και
στην υπηρεσία του.
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ) 627
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζεται ο τρόπος λει−
τουργίας των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων υγειο−
νομικών επιτροπών, ο τρόπος εξέτασης των υπαλλήλων
και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
Άρθρο 166
Επιτροπές προσφυγών
1. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης συνιστώνται, τον Ιανουάριο κάθε δεύτε−
ρου έτους, στις έδρες των ιατρικών τμημάτων Πανεπι−
στημίων, επιτροπές προσφυγών που αποτελούνται από
τρεις (3) καθηγητές ιατρικών τμημάτων Πανεπιστημίων
οποιασδήποτε βαθμίδας. Με την ίδια απόφαση ορίζεται
η έδρα, η αρμοδιότητα, ο τρόπος λειτουργίας τους και
η ειδικότητα των μελών τους . Η αμοιβή των μελών και
του γραμματέα των επιτροπών καθορίζεται με κοινή
απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλλη−
λεγγύης και Οικονομίας και Οικονομικών.
Ο ορισμός των μελών και του γραμματέα των επι−
τροπών γίνεται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και
Κοινωνικής Αλληλεγγύης για θητεία δύο (2) ετών.
2. Οι Επιτροπές προσφυγών αποφαίνονται για τις προ−
σφυγές σε όσες περιπτώσεις ρητά προβλέπει ο παρών
Κώδικας.
Άρθρο 167
Ειδικές υγειονομικές επιτροπές
1. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής
Αλληλεγγύης συνιστώνται ειδικές υγειονομικές επιτρο−
πές αποτελούμενες από τρεις (3) καθηγητές ιατρικών
τμημάτων Πανεπιστημίων οποιασδήποτε βαθμίδας. Με
την ίδια απόφαση ορίζεται η συγκρότηση των ειδικών
υγειονομικών επιτροπών κατά ειδικότητα σε σχέση
προς τα είδη των δυσίατων νοσημάτων, η χωρική αρ−
μοδιότητα τους και ο τρόπος λειτουργίας τους, καθώς
και η αμοιβή των μελών τους και του γραμματέα.
2. Οι ειδικές υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν για
τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών σε υπαλλήλους που
πάσχουν από δυσίατα νοσήματα και για την απαλλαγή
τους από την υπηρεσία εφόσον δεν μπορούν να εκτε−
λούν τα καθήκοντα τους, λόγω σωματικής ή πνευματικής
ανικανότητας που οφείλεται στα νοσήματα αυτά.
Οι γνωματεύσεις των επιτροπών αυτών υπόκεινται
σε προσφυγή στις επιτροπές του άρθρου 166 του πα−
ρόντος, τόσο από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όσο
και από τη Διοίκηση, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30)
ημερών από τη γνωστοποίησή τους.
3. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνι−
κής Αλληλεγγύης, τον Ιανουάριο κάθε δεύτερου έτους,
ορίζονται τα μέλη των επιτροπών αυτών, μετά από
πρόταση των οικείων ιατρικών τμημάτων, καθώς και
ο γραμματέας.
ΜΕΡΟΣ Η΄
ΤΕΛΙΚΕΣ − ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 168
Τελικές διατάξεις
1. Οι διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 22 του ν. 2266/1994
(ΦΕΚ 218 Α΄), όπως ισχύουν, για μετατάξεις υπαλλήλων
σε παραμεθόριες περιοχές εξακολουθούν να ισχύουν
για όσες περιπτώσεις μετατάξεων δεν υπάγονται στο
άρθρο 72 αυτού του Κώδικα.
2. Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 10 του
ν. 3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α΄) εξακολουθούν να ισχύουν για
όσα θέματα δεν ρυθμίζονται με τις διατάξεις του άρ−
θρου 72 του παρόντος, καθώς και για όσους υπαλλήλους
δεν υπάγονται στον παρόντα Κώδικα.
3. Οι ειδικές διατάξεις που ρυθμίζουν θέματα προσω−
πικού των ανεξάρτητων αρχών του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ
220 Α΄) και της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.ΥΠ.)
δεν θίγονται.
Επίσης, οι διατάξεις που αφορούν στον Γενικό Επιθε−
ωρητή Δημόσιας Διοίκησης δεν θίγονται.
4. Χρόνος υπηρεσίας, ο οποίος, βάσει ειδικών διατάξε−
ων που ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος,
λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμέ−
νου Διεύθυνσης ή Τμήματος, λαμβάνεται υπόψη για την
εφαρμογή του παρόντος.
5. Όπου στον παρόντα Κώδικα προβλέπεται η έκδοση
κανονιστικών πράξεων, έως την έκδοση τους εξακολου−
θούν να ισχύουν οι υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση
του για τα αντίστοιχα θέματα, κατά το μέρος που δεν
είναι αντίθετες με τις ρυθμίσεις του.
6. Όπου στις διατάξεις του παρόντος αναφέρεται ως
αρμόδιος για την έκδοση της οικείας πράξης «υπουρ−
γός», για τους υπαλλήλους των Περιφερειών την αντί−
στοιχη πράξη εκδίδει ο οικείος Γενικός Γραμματέας
Περιφέρειας.
7. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση
του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και
Αποκέντρωσης ύστερα από γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ, μπορεί
να μεταβάλλεται ο αριθμός των μορίων των κριτηρίων
κάθε μίας από τις τρεις ομάδες (ενότητες) κριτηρίων
του άρθρου 85 του παρόντος χωρίς υπέρβαση του συ−
νολικού αριθμού μορίων κάθε ομάδας (ενότητας).
8. Σε περίπτωση που με το προεδρικό διάταγμα που
προβλέπεται στο άρθρο 81 διαφοροποιηθεί το περιε−
χόμενο των εκθέσεων αξιολόγησης, με το ίδιο προε−
δρικό διάταγμα γίνεται προσαρμογή της βαθμολογίας
του κριτηρίου της υπηρεσιακής αξιολόγησης των πα−
ραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 85 τηρουμένου του
συνολικού αριθμού των μορίων της βαθμολογίας του
κριτηρίου αυτού.
9. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 16 του
ν. 1586/1986 δεν θίγονται.
10. Κάθε διάταξη που είναι αντίθετη με τον παρόντα
Κώδικα ή ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν
καταργείται.
Άρθρο 169
Μεταβατικές διατάξεις
1. Οι κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου 85 του παρό−
ντος προϊστάμενοι οργανικών μονάδων, εφόσον έχουν
επιλεγεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3260/2004
(ΦΕΚ 151 Α΄), εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντα
τους μέχρι τη λήξη της θητείας για την οποία έχουν
επιλεγεί.
2. Οι κατά την έναρξη ισχύος του άρθρου 85 του
παρόντος προϊστάμενοι οργανικών μονάδων, οι οποίοι
δεν έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.
3260/2004, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους
έως την τυχόν επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση
νέου προϊσταμένου. Εφόσον η νέα επιλογή, βάσει των
διατάξεων του ανωτέρω νόμου, δεν γίνει εντός τριών (3)
μηνών από την έναρξη ισχύος του άρθρου 85 του παρό−
ντος, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα αυτού.
628 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)
3. Εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος
υποθέσεις επαναφοράς υπαλλήλων στην υπηρεσία
ύστερα από έκπτωση ολοκληρώνονται σύμφωνα με τις
διατάξεις του άρθρου 150 του παρόντος.
4. Τα μέλη των υφιστάμενων κατά την έναρξη ισχύ−
ος του παρόντος υπηρεσιακών συμβουλίων, του Ειδι−
κού Υπηρεσιακού Συμβουλίου και του Δευτεροβάθμιου
Πειθαρχικού Συμβουλίου, καθώς και των υγειονομικών
επιτροπών, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντα τους
ως τη λήξη της θητείας τους.
5. Εκκρεμείς διαδικασίες μετατάξεων ολοκληρώνονται
με βάση τις διατάξεις που ίσχυαν, εφόσον μέχρι την
έναρξη ισχύος του παρόντος έχουν αποφανθεί τα οικεία
υπηρεσιακά συμβούλια.
6. Οι υπάλληλοι της κατηγορίας ΤΕ, καθώς και οι
υπάλληλοι των κατηγοριών Π Ε και ΤΕ που είναι κάτο−
χοι διδακτορικού ή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, οι
οποίοι υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του παρό−
ντος, κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της
κατηγορίας τους με βάση την κλίμακα βαθμών και τον
αντίστοιχο εισαγωγικό βαθμό, όπως ορίζεται στο άρθρο
80 και το χρόνο εξέλιξης όπως ορίζεται στο άρθρο 82,
με επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 89 του πα−
ρόντος. Τυχόν πλεονάζον χρόνος λογίζεται ως χρόνος
υπηρεσίας στο βαθμό κατάταξης. Για την κατάταξη εκ−
δίδεται διαπιστωτική πράξη που δεν δημοσιεύεται στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
7. Η προσαύξηση αποδοχών των υπαλλήλων στους
οποίους χορηγήθηκαν εκπαιδευτικές άδειες κατ’ εφαρ−
μογή των διατάξεων του προισχύσαντος Υπαλληλικού
Κώδικα (ν. 2683/1999) εξακολουθεί να διέπεται από τις
διατάξεις αυτού.
8. Η χρονική διάρκεια των αποσπάσεων που πραγ−
ματοποιήθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του
άρθρου 68 του προισχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα
(ν. 2683/1999) επιτρέπεται να παρατείνεται κατά ένα (1)
επιπλέον έτος, ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου.
9. Τα πιστοποιητικά επιμόρφωσης του Εθνικού Κέντρου
Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.Α.) ή
άλλων σχολών επιμόρφωσης του Δημοσίου, που έχουν
αποκτηθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος ή θα
αποκτηθούν έως την εφαρμογή συστήματος πιστοποι−
ημένης επιμόρφωσης, γίνονται δεκτά για την εφαρμογή
των διατάξεων του άρθρου 85.
10. Ειδικές διατάξεις που προβλέπουν μειωμένο ωρά−
ριο εργασίας για ειδικές κατηγορίες υπαλλήλων του
Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου
διατηρούνται σε ισχύ.
11. Οι πίνακες προακτέων στους ενιαίους βαθμούς που
είναι σε ισχύ κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρό−
ντος δεν θίγονται.
12. Έως την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται
στο άρθρο 56 παρ. 4, η παράταση ή χορήγηση της
προβλεπόμενης στην ίδια παράγραφο άδειας γίνεται με
ειδική αιτιολογημένη απόφαση της οικείας ειδικής υγει−
ονομικής επιτροπής του άρθρου 167 του παρόντος.
13. Έως ότου εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα που
προβλέπεται στο άρθρο 81 του παρόντος, η αξιολόγη−
ση των προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων των
δημόσιων υπηρεσιών γίνεται από τον Γενικό ή Ειδικό
Γραμματέα στον οποίο υπάγονται, των Ν.Π.Δ.Δ. από το
μονομελές όργανο διοίκησης του Ν.Π.Δ.Δ. και αν δεν
υπάρχει από τον πρόεδρο του Δ.Σ. αυτού, για τους
υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτό και των Περιφε−
ρειών από τους Γενικούς Γραμματείς Περιφερειών για
τους υπαλλήλους που υπάγονται σε αυτούς. Κάθε αξι−
ολογητής υποχρεούται να συντάσσει εκθέσεις αξιολό−
γησης για τους προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης που
άσκησαν υπ’ αυτόν καθήκοντα τουλάχιστον για τρεις (3)
μήνες στις Γενικές Διευθύνσεις που προΐσταται. Οι εκ−
θέσεις αξιολόγησης συντάσσονται επί ειδικού εντύπου
αξιολόγησης του οποίου ο τύπος και το περιεχόμενο
καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών,
Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Κατά τα λοιπά
εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις.».
Άρθρο δεύτερο
Οι διατάξεις των κεφαλαίων Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄, Η΄, Θ΄ του
Μέρους Γ΄ του «Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολι−
τικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.»
εφαρμόζονται και στο μόνιμο προσωπικό των Ο.Τ.Α. α΄
βαθμού.
Άρθρο τρίτο
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του
στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως πλην των διατάξεων
των άρθρων 84, 85 και 86, οι οποίες αρχίζουν να ισχύουν
από 1ης Ιανουαρίου 2008.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην
Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως
νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 9 Φεβρουαρίου 2007
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κρά−
τους.
Αθήνα, 9 Φεβρουαρίου 2007
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ
ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΟΥ 34 * ΑΘΗΝΑ 104 32 * ΤΗΛ. 210 52 79 000 * FAX 210 52 21 004
*01000260902070044* ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: http://www.et.gr – e-mail: webmaster@et.gr
___________________________

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΑΠΟ

http://www.syllogosperiklis.gr/nomothesia/dimosioypallikos_2007.pdf
ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

NOMOΣ 3528/2007 Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας Empty Απ: NOMOΣ 3528/2007 Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Τρι Νοε 12, 2013 3:51 pm

Από λάθος διαγράψαμε κάποια τμήματα του νόμου. Δείτε ολόκληρο το νόμο στο ΦΕΚ που δημοσιεύεται εδώ:

http://www.syllogosperiklis.gr/nomothesia/dimosioypallikos_2007.pdf

ή και στο καινούργιο μας φόρουμ όπου τον δημοσιεύσαμε ολόκληρο (ελπίζω):

http://eraneassmyrnis.forumotion.com/t34-topic
ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή


 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης