Τ' ΑΒΓΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥ
Σελίδα 1 από 1
Τ' ΑΒΓΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥ
Στην αρχή το έγραψε ο ουρανός. Το χαμπέρι.
Εκείνη δεν το διάβασε. Έτρεξε μόνο και πήρε τη μηχανή.
- Αυτό δεν το χάνω με τίποτε, είπε. Τέτοιο ηλιοβασίλεμα πού θα το ξαναβρώ;
Ακόμα και όταν μάτωσε ο ορίζοντας. Εκείνη έβγαζε φωτογραφίες σαν τρελή.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Συνέχισε με το άλλο χέρι να τραβάει καρέ καρέ τη μεγάλη πτώση.
- Έβαψες τα αβγά; τη ρώτησαν
- Τι αβγά, σιγά μην καθίσω να βάψω αβγά. Εδώ έχει ένα ηλιοβασίλεμα, άλλο να σου λέω και άλλο να το βλέπεις.
Έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά και ντύθηκε. Βιαστικά. Να τρέξει δίπλα στο λοφάκι. Να προλάβει τον ήλιο.
Τον πρόλαβε. Την ώρα που ακούμπαγε πια στη δύση. Και το κυπαρισσάκι το διωματάρικο υποκλινόταν.
Αργά το βράδυ, περασμένες δώδεκα, θυμήθηκε τα αβγά. Ε, εντάξει, ακόμη πιάνει Μεγάλη Πέμπτη, δικαιολογήθηκε.
Τα πήρε προσεκτικά, τα έπλυνε, τα έβαλε στο κατσαρόλι. Σε σιγανή φωτιά. Να μη σπάσουν. Σιγά τα ωά που λένε...
Τα κατάφερε με τρεις μονάχα απώλειες.
- Θα τα βάψω κι αυτά είπε. Να φαίνονται πολλά. Και θα τα κρύψω από κάτω. Από πάνω τα γερά! Αύριο βέβαια, πρέπει να κρυώσουν πρώτα.
Κοιμήθηκε, ξύπνησε. Κάτω στην πόλη χτυπούσε νταν, νταν, νταν η καμπάνα.
Έβαλε μπροστά την μπογιά. Την κατακόκκινη. Μετά το ξίδι.
«και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Κρανίου τόπος έδωκαν εις αυτόν να πίει όξος μεμιγμένον μετά χολής και γευθείς ουκ ηθέλησεν. Και εσταύρωσαν αυτόν...» Ματθ.27.33.
- Χαζαμάρες, ψιθύρισε. Αυτά είναι μοιρολατρίες.
Πήρε τα αβγά. Τα έβαψε. Τα γυάλισε και με λάδι. Να λάμπουν...
Χτύπησε το τηλέφωνο. Πάλι.
- Τι έχεις; ρώτησε. Σε ακούω κάπως...
- Χάθηκε ο θείος. Σήμερα το πρωί. Αύριο είναι η κηδεία.
Η καμπάνα ακούστηκε και πάλι στο βάθος. Νταν, νταν, νταν...
Θυμήθηκε εκείνο το τριαντάφυλλο. Το φωτογράφισε μαζί με το δύοντα ήλιο την προηγουμένη. Της άρεσαν τα χρώματα. Το κίτρινο, το άσπρο, το κόκκινο...
"Αυτοί υπήρξαν στη βάση τους οι έλληνες.
Θυσίαζαν στην εμορφιά, όπως
θυσιάζουν τα λουλούδια στον ήλιο.
Θέλω να ειπώ πως ζαλίζουν τον αγέρα
με τα χρώματα και τις μυρωδιές,
και την άλλη μέρα μαραίνουνται."
Θυμήθηκε κι εκείνο το κυπαρίσσι...
Γύρισε ήσυχα και κοίταξε τα αβγά. Τα βαμμένα με μπογιά και ξύδι. Τα αβγά του Μεγαλοπαράσκευου.
«Ὅτε οὖν ἔλαβε τό ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε τετέλεσται καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα» (Ιωάννης ΙΘ: 28-30)
Το ημερολόγιο έγραφε: 3 του Μάη. Μεγάλη Παρασκευή. 2013...
Εκείνη δεν το διάβασε. Έτρεξε μόνο και πήρε τη μηχανή.
- Αυτό δεν το χάνω με τίποτε, είπε. Τέτοιο ηλιοβασίλεμα πού θα το ξαναβρώ;
Ακόμα και όταν μάτωσε ο ορίζοντας. Εκείνη έβγαζε φωτογραφίες σαν τρελή.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Συνέχισε με το άλλο χέρι να τραβάει καρέ καρέ τη μεγάλη πτώση.
- Έβαψες τα αβγά; τη ρώτησαν
- Τι αβγά, σιγά μην καθίσω να βάψω αβγά. Εδώ έχει ένα ηλιοβασίλεμα, άλλο να σου λέω και άλλο να το βλέπεις.
Έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά και ντύθηκε. Βιαστικά. Να τρέξει δίπλα στο λοφάκι. Να προλάβει τον ήλιο.
Τον πρόλαβε. Την ώρα που ακούμπαγε πια στη δύση. Και το κυπαρισσάκι το διωματάρικο υποκλινόταν.
Αργά το βράδυ, περασμένες δώδεκα, θυμήθηκε τα αβγά. Ε, εντάξει, ακόμη πιάνει Μεγάλη Πέμπτη, δικαιολογήθηκε.
Τα πήρε προσεκτικά, τα έπλυνε, τα έβαλε στο κατσαρόλι. Σε σιγανή φωτιά. Να μη σπάσουν. Σιγά τα ωά που λένε...
Τα κατάφερε με τρεις μονάχα απώλειες.
- Θα τα βάψω κι αυτά είπε. Να φαίνονται πολλά. Και θα τα κρύψω από κάτω. Από πάνω τα γερά! Αύριο βέβαια, πρέπει να κρυώσουν πρώτα.
Κοιμήθηκε, ξύπνησε. Κάτω στην πόλη χτυπούσε νταν, νταν, νταν η καμπάνα.
Έβαλε μπροστά την μπογιά. Την κατακόκκινη. Μετά το ξίδι.
«και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Κρανίου τόπος έδωκαν εις αυτόν να πίει όξος μεμιγμένον μετά χολής και γευθείς ουκ ηθέλησεν. Και εσταύρωσαν αυτόν...» Ματθ.27.33.
- Χαζαμάρες, ψιθύρισε. Αυτά είναι μοιρολατρίες.
Πήρε τα αβγά. Τα έβαψε. Τα γυάλισε και με λάδι. Να λάμπουν...
Χτύπησε το τηλέφωνο. Πάλι.
- Τι έχεις; ρώτησε. Σε ακούω κάπως...
- Χάθηκε ο θείος. Σήμερα το πρωί. Αύριο είναι η κηδεία.
Η καμπάνα ακούστηκε και πάλι στο βάθος. Νταν, νταν, νταν...
Θυμήθηκε εκείνο το τριαντάφυλλο. Το φωτογράφισε μαζί με το δύοντα ήλιο την προηγουμένη. Της άρεσαν τα χρώματα. Το κίτρινο, το άσπρο, το κόκκινο...
"Αυτοί υπήρξαν στη βάση τους οι έλληνες.
Θυσίαζαν στην εμορφιά, όπως
θυσιάζουν τα λουλούδια στον ήλιο.
Θέλω να ειπώ πως ζαλίζουν τον αγέρα
με τα χρώματα και τις μυρωδιές,
και την άλλη μέρα μαραίνουνται."
Δημήτρης Λιαντίνης - ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟ, 15
Θυμήθηκε κι εκείνο το κυπαρίσσι...
Γύρισε ήσυχα και κοίταξε τα αβγά. Τα βαμμένα με μπογιά και ξύδι. Τα αβγά του Μεγαλοπαράσκευου.
«Ὅτε οὖν ἔλαβε τό ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε τετέλεσται καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεῦμα» (Ιωάννης ΙΘ: 28-30)
Το ημερολόγιο έγραφε: 3 του Μάη. Μεγάλη Παρασκευή. 2013...
ΜΑΡΙΟΡΗ- Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
|
|