ΧΑΡΙΝ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα)

Πήγαινε κάτω

ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα) Empty ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα)

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Κυρ Ιουν 26, 2011 5:17 pm

ΝΟΜΟΣ υπ’ αριθ. 1264 της 30.6/1.7.1982

Για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των
συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων, κωδικοποιημένος, όπως ισχύει σήμερα.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 1766/1988: «οι ρυθμίσεις του Ν. 1264/1982 ισχύουν
και για τις επιχειρήσεις του άρθρου 2 του Ν. 1365/1983».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ά
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ


Άρθρο 1

1. Με την επιφύλαξη της ισχύος των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας που έχουν κυρωθεί, ο
νόμος αυτός κατοχυρώνει τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων και ρυθμίζει την ίδρυση,
οργάνωση, λειτουργία και δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων τους. Για την εφαρμογή αυτού
του νόμου εργαζόμενοι είναι όσοι απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου
(μισθωτοί), στους οποίους περιλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στο δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. Ή Ο.Τ.Α.
Ειδικά για τις οργανώσεις του νόμου αυτού οι διατάξεις του Α.Κ. και του Εισ. Ν.Α.Κ.
ισχύουν όπως τροποποιούνται ή συμπληρώνονται με αυτόν.

2.Δεν εφαρμόζεται ο νόμος αυτός:

α) Για τις δημοσιογραφικές οργανώσεις, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 12, 14, 15, 19,
20 με εξαίρεση το εδάφιο γ΄ της παραγράφου 1, 21, 22, 23 και 26.
β) Για τις ναυτεργατικές οργανώσεις. Γι’ αυτές, μέχρις ότου ψηφιστεί και δημοσιευτεί ειδικός
νόμος θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται το ισχύον σήμερα νομικό καθεστώς.
Δεν υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού επαγγελματικές οργανώσεις που συνιστώνται
με νόμο ως νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.

3. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διακρίνονται σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και
τριτοβάθμιες.

α) Πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι:
αα) τα σωματεία,
ββ) τα τοπικά παραρτήματα συνδικαλιστικών οργανώσεων ευρύτερης περιφέρειας ή
πανελλαδικής έκτασης, που προβλέπονται από τα καταστατικά τους και μόνο για το δικαίωμα να
γίνουν μέλη του αντίστοιχου εργατικού κέντρου.
γγ) Οι ενώσεις προσώπων, μία για κάθε εκμετάλλευση, επιχείρηση, δημόσια υπηρεσία,
Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α., που συνιστούν δέκα (10) τουλάχιστο εργαζόμενοι με ιδρυτική πράξη την οποία
καταθέτουν στο γραμματέα του αρμόδιου Ειρηνοδικείου και κοινοποιούν στον εργοδότη, εφόσον ο
συνολικός αριθμός των εργαζομένων δεν υπερβαίνει τους σαράντα (40) και δεν υπάρχει σωματείο με
τους μισούς τουλάχιστο ως μέλη του. Εάν, μετά την τυχόν σύσταση της ένωσης προσώπων, πάψει να
συντρέχει μία από τις πιο πάνω προϋποθέσεις, η ένωση προσώπων διαλύεται, χωρίς άλλη διατύπωση.
Η ιδρυτική πράξη της ένωσης προσώπων πρέπει να αναφέρει απαραίτητα το σκοπό της, δύο
εκπροσώπους της και τη διάρκειά της που δεν υπερβαίνει το εξάμηνο.
Για τις ενώσεις προσώπων εκτός από το άρθρο 20 παρ. 1 εδάφ. γ΄ εφαρμόζονται ανάλογα και
οι διατάξεις για τα σωματεία των άρθρων 3 παρ. 1 α, 7 παρ. 1, 5, 6, 7 και 8 του νόμου αυτού.
Για την εκλογή των εκπροσώπων της ένωσης προσώπων επιμελείται τριμελής εφορευτική
επιτροπή.

β) Δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι οι Ομοσπονδίες και τα Εργατικά
Κέντρα. Οι Ομοσπονδίες είναι ενώσεις δύο (2) τουλάχιστο σωματείων του ίδιου ή συναφών κλάδων
οικονομικής δραστηριότητας ή του ίδιου ή συναφών επαγγελμάτων.

Τα Εργατικά Κέντρα είναι ενώσεις δύο (2) τουλάχιστο που έχουν έδρα τους μέσα στην
περιφέρεια του αντίστοιχου Εργατικού Κέντρου ανεξάρτητα από τον τόπο απασχόλησης των μελών
τους.

γ) τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις (συνομοσπονδίες) είναι ενώσει ομοσπονδιών και
Εργατικών Κέντρων.

***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Βλέπε άρθρο 56 του Ν. 2224/1994 περί εκλογών στις ναυτεργατικές
ενώσεις.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα) Empty Απ: ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα)

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Κυρ Ιουν 26, 2011 5:23 pm

Άρθρο 2

1. Σε κάθε Πρωτοδικείο τηρείται ειδικό βιβλίο συνδικαλιστικών οργανώσεων στο οποίο
καταχωρίζονται τα στοιχεία του άρθρου 81 Α.Κ., ο αριθμός της δικαστικής απόφασης που εγκρίνει ή
τροποποιεί το καταστατικό της οργάνωσης και σημειώνεται η ενδεχόμενη διάλυσή της. Μετά την
εγγραφή στο παραπάνω βιβλίο επέρχονται τα αποτελέσματά του άρθρου 83 Α.Κ.

2. Σε κάθε Πρωτοδικείο τηρείται φάκελος που περιέχει το καταστατικό κάθε συνδικαλιστικής
οργάνωσης και τις τροποποιήσεις του καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παρ. 2
του νόμου αυτού.

3. Αντίγραφα των παραπάνω εγγράφων και βεβαιώσεις για στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 1 του
άρθρου αυτού χορηγούνται από το Γραμματέα του Πρωτοδικείου σε όποιον έχει έννομο συμφέρον.

Άρθρο 3

1. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις τηρούν τα ακόλουθα βιβλία, που αριθμούνται και θεωρούνται από
το Γραμματέα του Πρωτοδικείου της έδρας τους πριν αρχίσουν να χρησιμοποιούνται.

α) Μητρώο μελών, όπου αναγράφονται αριθμημένα το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα, η διεύθυνση
κατοικίας, ο αριθμός του δελτίου ταυτότητας, ο αριθμός του εκλογικού συνδικαλιστικού βιβλιαρίου
και μέχρι την έκδοσή του ο αριθμός του ασφαλιστικού βιβλιαρίου υγείας, το Ταμείο ασφάλισης και οι
χρονολογίες εγγραφής και διαγραφής κάθε μέλους. Προκειμένου για νομικά πρόσωπα αναγράφονται η
επωνυμία, η έδρα, οι αριθμοί και οι χρονολογίες των δικαστικών αποφάσεων έγκρισης ή
τροποποίησης των καταστατικών τους, οι χρονολογίες έγγραφης και διαγραφής τους, ο αριθμός των
γραμμένων μελών τους και αυτών που πήραν μέρος στις τελευταίες εκλογές.

β) Πρακτικών συνεδριάσεων Γενικών Συνελεύσεων των μελών.

γ) Πρακτικών συνεδριάσεων διοίκησης.

δ) Ταμείου, όπου καταγράφονται κατά χρονολογική σειρά όλες οι εισπράξεις και πληρωμές.

ε) Περιουσίας, όπου καταγράφονται όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία της οργάνωσης.

2. Γραμματεία εισπράξεων αριθμούνται και θεωρούνται από την Ελεγκτική Επιτροπή, πριν από τη
χρησιμοποίησή τους.

3. Τα μέλη της οργάνωσης και όποιος άλλος έχει έννομο συμφέρον έχουν συμφέρον έχουν το
δικαίωμα να πληροφορούνται τα παραπάνω στοιχεία.

Άρθρο 4

1. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών,
οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων.

2. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις απαγορεύεται ν’ ασκούν κερδοσκοπική δραστηριότητα ,
μπορούν όμως χωρίς επιδίωξη κέρδους να συνιστούν καταναλωτικούς ή πιστωτικούς συνεταιρισμούς ή
να διατηρούν εντευκτήρια και βιβλιοθήκες και να παρέχουν μαθήματα επιμόρφωσης των μελών τους.

Μπορούν επίσης να δημιουργούν ειδικά κεφάλαια για την εξυπηρέτηση ορισμένων εκτάκτων σκοπών
αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας των μελών τους.

3. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις για την πραγματοποίηση των σκοπών τους δικαιούνται
μεταξύ άλλων:

α) Ν’ αναφέρονται στις δημοκρατικές και άλλες αρχές για κάθε ζήτημα που αφορά τους
σκοπούς τους, τα μέλη τους, τις εργασιακές και γενικότερα επαγγελματικές σχέσεις και τα συμφέροντα
των μελών τους.

β) Να καταγγέλλουν και να εγκαλούν στις διοικητικές και δικαστικές αρχές τις παραβιάσεις
της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και των κανονισμών ή οργανισμών που αφορούν τις ίδιες
ή τα μέλη τους.

Άρθρο 5

1. Πόροι των συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι:
α) Τα δικαιώματα εγγραφής, οι συνδρομές και οι εθελοντικές εισφορές των μελών.
β) Τα εισοδήματα από την αξιοποίηση της περιουσίας της οργάνωσης.
Τα έσοδα δωρεών, κληρονομιών, κληροδοσιών ως και διαφόρων εκδηλώσεων και εορτών.
2. Ο τρόπος καθορισμού και το ύψος του δικαιώματος εγγραφής και των συνδρομών ορίζονται από το
καταστατικό της οργάνωσης.
3. Οι δωρεές και οι επιχορηγήσεις προς συνδικαλιστικές οργανώσεις γίνονται πάντοτε επώνυμα.
4. Απαγορεύεται να δέχονται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εισφορές και ενισχύσεις από εργοδότες ή
οργανώσεις τους καθώς και από κομματικούς οργανισμούς ή άλλες πολιτικές οργανώσεις.
Από την παραπάνω απαγόρευση εξαιρούνται παροχές του εργοδότη για την εξυπηρέτηση κοινωφελών
σκοπών της μοναδικής πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης στην οποία ανήκουν οι
εργαζόμενοι σ’ αυτόν, ή, εφόσον υπάρχουν περισσότερες, ισομερώς σε όλες.

5. Η περιουσία του σωματείου, που χρειάζεται για τη στοιχειώδη λειτουργία του, είναι ακατάσχετη.

Άρθρο 6

1. Οι πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν δικαίωμα να εισπράττουν τα δικαιώματα
εγγραφής, τις συνδρομές και γενικά τις εισφορές των μελών τους και μέσα στον χώρο εργασίας εκτός
χρόνου απασχόλησης, ο χρόνος αυτός είναι εκείνος που στη διάρκειά του είναι ο εργαζόμενος δεν
οφείλει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη.

2. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν δικαίωμα να εισπράττουν τις συνδρομές μελών τους με
σύστημα παρακράτησης και απόδοσης από τον εργοδότη, του οποίου οι λεπτομέρειες καθορίζονται με
Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας ή όμοιας έκτασης απόφαση διαιτησίας.
«Η καθοριζόμενη να παρακρατείται συνδρομή καθώς και ο τρόπος κατανομής της μεταξύ των
συνδικαλιστικών οργανώσεων, όλων των βαθμών, καθορίζεται από τις οικείες γενικές συνελεύσεις ή
τα διοικητικά συμβούλια, κατά τους ορισμούς των καταστατικών. Για την παρακράτηση της
συνδρομής απαιτείται η κατάθεση έγγραφης θετικής δηλώσεως του μισθωτού στον εργοδότη,
ελεύθερα ανακαλούμενης. Η απόδοση των παρακρατούμενων από τον εργοδότη συνδρομών θα γίνεται
στο πρωτοβάθμιο επιχειρησιακό σωματείο, που θα έχει την ευθύνη της κατανομής».

*** Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 6 προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 1915/1990.
3.*** Η παρ. 3 του άρθρου 6 καταργήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 1915/1990.


ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα) Empty Απ: ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα)

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Κυρ Ιουν 26, 2011 5:27 pm

Άρθρο 7

1. Κάθε εργαζόμενος, που έχει συμπληρώσει ένα δίμηνο μέσα στον τελευταίο χρόνο στην
επιχείρηση ή εκμετάλλευση ή τον κλάδο απασχόλησής του, έχει δικαίωμα να γίνει μέλος μιας
οργάνωσης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μιας του επαγγελματικού κλάδου απασχόλησής του,
εφόσον έχει τις νόμιμες προϋποθέσεις των καταστατικών τους.
Ανήλικοι και αλλοδαποί εργαζόμενοι νόμιμα μπορούν να είναι μέλη συνδικαλιστικών
οργανώσεων.
Αν δεν ορίζει διαφορετικά το καταστατικό διαγράφεται το μέλος της συνδικαλιστικής
οργάνωσης: 1) που χωρίς να συντρέχει ανώτερη βία, δεν πήρε μέρος στις δύο τελευταίες εκλογές για
τη διοίκηση, 2) που πριν έξι (6) μήνες έχει πάψει με τη θέλησή του να απασχολείται στην επιχείρηση ή
στον επαγγελματικό κλάδο απασχόλησής του, εκτός εάν τούτο οφείλεται στην εκλογή του στο
Κοινοβούλιο ή την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

2. Κάθε σωματείο έχει το δικαίωμα να γίνει μέλος της αντίστοιχης ομοσπονδίας και του
αντίστοιχου Εργατικού Κέντρου. Κάθε τοπικό παράρτημα σωματείου ευρύτερης περιφέρειας ή
πανελλαδικής έκτασης μπορεί να γίνει μέλος του αντίστοιχου Εργατικού Κέντρου, ύστερα από
απόφαση της διοίκησης του σωματείου.
Κάθε σωματείο ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης που ανήκει στο Εργατικό
Κέντρο της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται η έδρα του εκπροσωπείται στη συνέλευση του
Εργατικού Κέντρου για το σύνολο των μελών του, αφού αφαιρεθούν μέλη τοπικών παραρτημάτων,
που τυχόν υπάρχουν και έχουν εγγραφεί σε άλλα Εργατικά Κέντρα.

3. Κάθε Ομοσπονδία και κάθε Εργατικό Κέντρο έχει το δικαίωμα να γίνει μέλος μιας
συνομοσπονδίας.

4. Διάταξη καταστατικού συνδικαλιστικής οργάνωσης που απαγορεύει τη συμμετοχή μελών
της σε άλλη οργάνωση είναι ισχυρή.

5. Εργαζόμενος ή πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση εγγράφεται στην
αντίστοιχη οργάνωση μετά από αίτηση που υποβάλλει στο αρμόδιο ν’ αποφασίσει όργανο. Το όργανο
τούτο αποφασίζει στην πρώτη μετά την υποβολή της αίτησης συνεδρίασή του.

6. Εάν το αρμόδιο να αποφασίσει την εγγραφή όργανο της συνδικαλιστικής οργάνωσης
απορρίψει την αίτηση ή μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της για πρωτοβάθμια οργάνωση και
Εργατικό Κέντρο και σε δύο μήνες για Ομοσπονδία και τριτοβάθμια οργάνωση δεν έχει γνωστοποιηθεί
απόφαση του οργάνου για αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης στον αιτούντα, αυτός έχει δικαίωμα να
προσφύγει στο αρμόδιο Ειρηνοδικείο και να ζητήσει την εγγραφή, κατά τη διαδικασία των άρθρων
663 και επ. του Κ.Πολ.Δικ.
ο εργαζόμενος ή η οργάνωση, από την κοινοποίηση της απόφασης του ειρηνοδικείου που
διατάζει την εγγραφή, γίνεται χωρίς άλλη διατύπωση μέλος της αντίστοιχης οργάνωσης. Το
δικαστήριο μπορεί να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την προσωρινή εγγραφή του αιτούντα, ύστερα
από αίτησή του.

7. Ύστερα από αίτηση μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης ή υπερκειμένης της και εφόσον
το αρμόδιο για την εγγραφή νέων μελών όργανο εντελώς αδικαιολόγητα και κατά παράβαση των
αρχών της καλής πίστης αρνείται την εγγραφή νέων μελών, το Ειρηνοδικείο με τη διαδικασία των
άρθρων 663 και επ. του Κ.Πολ.Δικ. κηρύσσει έκπτωτη τη διοίκηση της οργάνωσης. Στην περίπτωση
αυτή το αρμόδιο δικαστήριο διορίζει κατά το άρθρο 69 του Α.Κ. προσωρινή διοίκηση στην οποία
αναθέτει το έργο της εγγραφής νέων μελών και της διενέργειας εκλογών για ανάδειξη νέας διοίκησης
της οργάνωσης μέσα σε δύο μήνες από το διορισμό της για τις πρωτοβάθμιες και τέσσερις μήνες για
τις λοιπές οργανώσεις.

Άρθρο 8

1. Η Συνέλευση των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης συγκαλείται κατά όρους των άρθρων 95
και 96 του Α.Κ. και αποφασίζει για όλα τα θέματα που αφορούν την οργάνωση εκτός αν κατά το
καταστατικό υπάγονται στην αρμοδιότητα άλλου οργάνου της.

2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 99 και 100 του Α.Κ. όπως και κάθε άλλης διάταξης με την οποία
προβλέπεται ειδική απαρτία και εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, για να γίνει συζήτηση
και για να ληφθεί απόφαση, κατά τις Συνελεύσεις , απαιτείται η παρουσία τουλάχιστο του ενός τρίτου
(1/3) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Αν δεν υπάρχει απαρτία κατά την πρώτη συζήτηση
συγκαλείται νέα συνέλευση μέσα σε δύο (2) μέχρι δεκαπέντε (15) μέρες, κατά την οποία απαιτείται η
παρουσία τουλάχιστο του ενός τετάρτου (1/4) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Εάν δεν
υπάρξει απαρτία κατά τη δεύτερη συνέλευση συγκαλείται μέσα σε δύο (2) μέχρι δεκαπέντε μέρες
Τρίτη κατά την οποία είναι αρκετή η παρουσία του ενός πέμπτου (1/5) των οικονομικά
τακτοποιημένων μελών.
Απαγορεύεται η συμμετοχή στις Συνελεύσεις και στις ψηφοφορίες με οποιουδήποτε είδους
εξουσιοδότηση.

3. Η Γενική Συνέλευση αποφασίζει πάντοτε με ψηφοφορία, ποτέ όμως δια βοής.
Είναι μυστική κάθε ψηφοφορία που αναφέρεται σε εκλογές διοικητικού συμβουλίου, ελεγκτικής και
εφορευτικής επιτροπής και αντιπροσώπων σε δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια οργάνωση, επιλογή
δευτεροβάθμιας οργάνωσης για αντιπροσώπευση στην τριτοβάθμια, θέματα εμπιστοσύνης προς τη
διοίκηση, έγκριση λογοδοσίας, προσωπικά ζητήματα και κήρυξη απεργίας.
Οι αποφάσεις της Συνέλευσης, αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο καταστατικό, λαμβάνονται με σχετική
πλειοψηφία των παρόντων.
Σε κάθε περίπτωση μυστικής ψηφοφορίας, αν για την απαρτία της Συνέλευσης είναι αρκετή η
παρουσία ως και του ενός τετάρτου (1/4) των μελών, είναι δε παρόντα τόσα μέλη όσα να καλύπτουν
τον ελάχιστο αυτόν αριθμό, απαιτείται, πλειοψηφία των τριών τετάρτων (3/4) των παρόντων.
Απόφαση Συνέλευσης μπορεί να ακυρωθεί αν στη Συνέλευση παραβρέθηκαν πρόσωπα που δεν ήταν
μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσης και η παρουσία τους μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμα.
Σε περίπτωση που με απόφαση της διοίκησης συνδικαλιστικής οργάνωσης ή μετά από αίτηση του 1/10
των οικονομικά τακτοποιημένων μελών της συγκληθεί Γενική Συνέλευση για να αποφασίσει την
ενοποίησή της με άλλη ομοιοεπαγγελματική οργάνωση ισχύουν χωρίς την επιφύλαξη των άρθρων 99
και 100 Α.Κ. όσα καθορίζονται παραπάνω στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού. Η Συνέλευση
αυτή αποφασίζει και για την εκχώρηση των περιουσιακών στοιχείων στην ενιαία οργάνωση που θα
προκύψει από την ενοποίηση.

4. Αίτηση για την αναγνώριση ακυρότητας απόφασης Συνέλευσης υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική
προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη λήξη της Συνέλευσης στο Ειρηνοδικείο της περιφέρειας που
εδρεύει η συνδικαλιστική οργάνωση.
Η σχετική αίτηση πρέπει να υποβάλλεται για τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις από το
1/50 τουλάχιστο των οικονομικά τακτοποιημένων μελών και για τις λοιπές, αποκλειστικά από
οποιαδήποτε συνδικαλιστική οργάνωση που μετέχει, οικονομικά τακτοποιημένη, κατά τη συζήτηση
της αίτησης.

***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με τον Ν.2145/1993 άρθρο 8, καταργήθηκε η εξαιρετική αρμοδιότητα του
Ειρηνοδικείου για ακύρωση αποφάσεων Γενικής Συνελεύσεως σωματείων και υπήχθη στην
αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Βλέπε επίσης το άρθρο 17 του Κ.Πολ.Δικ.

Άρθρο 9

1. Η διοίκηση της συνδικαλιστικής οργάνωσης συγκροτείται όπως ορίζει το καταστατικό. Οι ιδιότητες
του Προέδρου, Αντιπροέδρου, Γεν. Γραμματεία ή Ταμία δεν επιτρέπεται να συμπίπτουν στο πρόσωπο.
Η θητεία των διοικητικών οργάνων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από 3 χρόνια.

2. Σε κάθε συνδικαλιστική οργάνωση εκλέγεται από τη Γενική Συνέλευση των μελών της ελεγκτική,
κατά το καταστατικό της.
Ο αριθμός των μελών της και ο τρόπος λειτουργίας της ορίζονται από το καταστατικό της οργάνωσης.
Η διάρκεια της θητείας των ελεγκτικών επιτροπών ακολουθεί πάντοτε τη θητεία του διοικητικού
συμβουλίου. Οι εκλογές για διοικητικό συμβούλιο και ελεγκτική επιτροπή γίνονται ταυτόχρονα.
Αρμοδιότητα της ελεγκτικής επιτροπής είναι η παρακολούθηση και ο έλεγχος του διοικητικού
συμβουλίου ως προς την οικονομική διαχείριση της οργάνωσης.

3. Η Συνέλευση των μελών κάθε πρωτοβάθμιας εκλέγει τους αντιπροσώπους της για την Ομοσπονδία
και το Εργατικό Κέντρο στην οποία συμμετέχει.
Η Συνέλευση κάθε Ομοσπονδίας και κάθε Εργατικού Κέντρου εκλέγει τους αντιπροσώπους της για τη
Συνομοσπονδία στην οποία συμμετέχει.
Ο αριθμός των αντιπροσώπων σε κάθε δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση
ορίζεται με το ίδιο μέτρο για όλες τις οργανώσεις, που συμμετέχουν στη δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια
οργάνωση. Ο σχετικός υπολογισμός γίνεται με βάση τον αριθμό των μελών που ψήφισαν για την
ανάδειξη των αντιπροσώπων στην πρωτοβάθμια οργάνωση.
Σε περίπτωση που προκύπτει κλάσμα μεγαλύτερο από το μισό του αριθμού που αποτελεί το μέτρο,
προστίθεται ένας ακόμη αντιπρόσωπος. Δεν αντιπροσωπεύεται η οργάνωση που δεν καλύπτει
τουλάχιστο το μισό του μέτρου.
Σωματεία, των οποίων η αριθμητική δύναμη λόγω της ιδιομορφίας τους καθορίζεται από ειδικό νόμο ή
ειδική επιτροπή που είναι ΝΠΔΔ, μπορούν να αντιπροσωπεύονται στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις
ανεξάρτητα εάν τα μέλη τους είναι λιγότερα από το μισό του μέτρου που προβλέπει το καταστατικό
της δευτεροβάθμιας οργάνωσης.

Άρθρο 10

1. α) Οι εργαζόμενοι μέλη των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκλέγουν τα διοικητικά
συμβούλια και τις ελεγκτικές επιτροπές και αντιπροσώπους στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις και
εκλέγονται επίσης εφόσον έχουν εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τα
καταστατικά τους.

β) Τα μέλη των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων δικαιούνται να ψηφίσουν
αντιπροσώπους, μόνο για μια Ομοσπονδία και ένα Εργατικό Κέντρο. Αν ανήκουν σε δύο οργανώσεις
επιλέγουν τη μία από αυτές, για να ασκήσουν το δικαίωμά τους αυτό, με δήλωσή τους προς τον
Πρόεδρο της εφορευτικής επιτροπής των εκλογών. Η δήλωση αυτή δεσμεύει τον εργαζόμενο για όλο
το χρόνο της θητείας των οργάνων που ψήφισαν οι αντιπρόσωποι της οργάνωσής του.

2. α) Κάθε πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση συμμετέχει με τους αντιπροσώπους της στην
εκλογή των οργάνων της διοίκησης της Ομοσπονδίας και του Εργατικού Κέντρου που ανήκει και
εφόσον έχει εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις, που προβλέπονται από τα καταστατικά τους.

β) Οι πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις αντιπροσωπεύονται στην τριτοβάθμια δια μέσου μιας
μόνο δευτεροβάθμιας οργάνωσης.
Η Γενική Συνέλευση των κάθε Πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης αποφασίζει αν η
αντιπροσώπευσή της στην τριτοβάθμια θα γίνει δια μέσου του Εργατικού Κέντρου ή δια μέσου της
ομοσπονδίας, που τυχόν ανήκει.
Για την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης αρκεί η σχετική πλειοψηφία των παρόντων μελών και η
σχετική μυστική ψηφοφορία γίνεται στην ίδια συνεδρίαση της Γενικής Συνέλευσης και αμέσως μετά
την εκλογή της εφορευτικής επιτροπής, για την εκλογή αντιπροσώπων.
Την απόφαση αυτή και πίνακα των αντιπροσώπων ανακοινώνει με έγγραφό του ο Πρόεδρος της
εφορευτικής επιτροπής και στις δύο δευτεροβάθμιες οργανώσεις, που τυχόν μετέχει η οργάνωση,
καθώς επίσης στην αντίστοιχη τριτοβάθμια. Ταυτόχρονα στις ίδιες υπερκείμενες οργανώσεις
αποστέλλει ο δικαστικός αντιπρόσωπος αντίγραφο του μητρώου, που αναφέρεται στην παρ. 2 του
άρθρου 6 του Ν.Δ. 4361/1964, με τα πρόσθετα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 3 παρ. 1 εδάφ. α΄
του παρόντος νόμου.
Η παραπάνω δέσμευση της συνδικαλιστικής οργάνωσης ισχύει για όλο το χρόνο της θητείας των
αντιπροσώπων που ψήφισαν οι αντιπρόσωποί της στη δευτεροβάθμια οργάνωση που επέλεξε.

3. Κάθε δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση εκλέγει αντιπροσώπους μόνο για μια τριτοβάθμια.

4. Οι αντιπρόσωποι στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις έχουν δικαίωμα να εκλέγονται
σε όλα τα όργανα διοίκησης, όπως επίσης και στα όργανα που υποκαθιστούν τις συνελεύσεις των
οργανώσεων αυτών.

Άρθρο 11

1. Οι εκλογές για τα όργανα των συνδικαλιστικών οργανώσεων διεξάγονται από εφορευτική επιτροπή,
που ο αριθμός των μελών της και η διαδικασία εκλογής τους ορίζεται από το καταστατικό και
προεδρεύεται από τον δικαστικό αντιπρόσωπο. Σε όλη τη διάρκεια της διεξαγωγής των εκλογών μέχρι
και την ανακήρυξη των επιτυχόντων μπορεί να παρευρίσκεται ανά ένας αντιπρόσωπος κάθε
συνδυασμού.

2. Οι διατάξεις των παραγράφων 2-5 του άρθρου 6 του Ν. 4361/1964 εφαρμόζονται και για τις
συνδικαλιστικές οργανώσεις του νόμου αυτού.

3. Δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται Πρωτοδίκης ή Ειρηνοδίκης εφόσον πρόκειται για
δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Ο δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται με αίτησης της οργάνωσης από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου
της έδρας της από πίνακα όλων των Πρωτοδικών ή Ειρηνοδικών με αλφαβητική σειρά. Υπέρβαση της
σειράς επιτρέπεται μόνο για λόγους ανώτερης βίας που βεβαιώνονται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών
στην έγγραφη εντολή του στον επόμενο στη σειρά Πρωτοδίκη ή Ειρηνοδίκη και για όσο χρόνο
διαρκεί η ανώτερη βία.

4. Δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται Πρωτοδίκης ή Ειρηνοδίκης εφόσον πρόκειται για σωματεία που
έχουν την έδρα τους σε τόπους που εδρεύει Πρωτοδικείο. Τα εδάφια β΄ και γ΄ της παρ. 3 εφαρμόζονται
ανάλογα.

5. Δικαστικός αντιπρόσωπος στα άλλα σωματεία είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας όπου βρίσκεται
η έδρα του σωματείου, στον οποίο κατατίθεται και η σχετική αίτηση.

6. Δεν απαιτείται η παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου σε εκλογές σωματείων που έχουν την έδρα
τους εκτός του ειρηνοδικείου και ο αριθμός των μελών τους δεν υπερβαίνει τους πενήντα (50).
ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα) Empty Απ: ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα)

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Κυρ Ιουν 26, 2011 5:28 pm

Άρθρο 12
1. Η εκλογή των οργάνων της συνδικαλιστικής οργάνων γίνεται με το σύστημα της απλής αναλογικής.
«Για την εκλογή του Προέδρου, των Α και Β Αντιπροσώπων, του Γενικού Γραμματέα και του Ταμία,
στη συνδικαλιστική οργάνωση των συντακτών ημερησίων εφημερίδων Αθηνών, ισχύει το εκλογικό
σύστημα που ορίζει το καταστατικό τους.
Για την εκλογή των λοιπών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, ισχύει το σύστημα της απλής
αναλογικής που ορίζει το παρόν άρθρο».
*** Το άνω εντός «» εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 30 του Ν. 2081/1992 (ΦΕΚ Α 154).
2. Οι έδρες του διοικητικού συμβουλίου, της ελεγκτικής επιτροπής και ο αριθμός των αντιπροσώπων
κατανέμονται μεταξύ των συνδυασμών και των χωριστών υποψηφίων ανάλογα με την εκλογική τους
δύναμη. Το σύνολο των έγκυρων ψηφοδελτίων διαιρείται με τον αριθμό των εδρών του διοικητικού
συμβουλίου ή της ελεγκτικής επιτροπής, ή με τον αριθμό των αντιπροσώπων που εκλέγονται.
Το πηλίκο αυτής της διαίρεσης παραλειπομένου αυτού του κλάσματος αποτελεί το εκλογικό μέτρο.
Κάθε συνδυασμός καταλαμβάνει τόσες έδρες στο διοικητικό συμβούλιο ή την ελεγκτική επιτροπή και
εκλέγει τόσους αντιπροσώπους όσες φορές χωρεί το εκλογικό μέτρο στον αριθμό των έγκυρων
ψηφοδελτίων που έλαβε.
3. Χωριστός υποψήφιος που έλαβε τον ίδιο ή μεγαλύτερο αριθμό ψήφων από το εκλογικό μέτρο
καταλαμβάνει μια έδρα στο όργανο για το οποίο είχε θέσει υποψηφιότητα ή εκλέγεται αντιπρόσωπος
εφόσον ήταν υποψήφιος για τη θέση αυτή.
4. Συνδυασμός που περιλαμβάνει υποψήφιους λιγότερους από τις έδρες που του ανήκουν,
καταλαμβάνει τόσες μόνο έδρες ή εκλέγει τόσους μόνο αντιπροσώπους, όσοι είναι και οι υποψήφιοί
του.
5. Οι έδρες που μένουν αδιάθετες και ο αριθμός των αντιπροσώπων που δεν καλύπτεται σύμφωνα με
τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων κατανέμονται από μία στους συνδυασμούς εκείνους που
έχουν καταλάβει τουλάχιστο μια έδρα ή έχουν εκλέξει έναν αντιπρόσωπο και οι οποίοι συγκεντρώνουν
υπόλοιπο ψηφοδελτίων μεγαλύτερο από το 1/3 του εκλογικού μέτρου και που πλησιάζουν
περισσότερο το εκλογικό μέτρο.
6. Οι έδρες που μένουν αδιάθετες ή ο αριθμός των αντιπροσώπων που δεν καλύπτεται και μετά την
εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου κατανέμονται μεταξύ των συνδυασμών που
έχουν το μεγαλύτερο αριθμό ψηφοδελτίων από έδρα ή από έναν αντιπρόσωπο. Σε περίπτωση
ισοδυναμίας γίνεται κλήρωση.
Άρθρο 13
1. Η ψηφοφορία γίνεται πάντοτε με την επίδειξη της αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου δημοσίου
εγγράφου και του εκλογικού συνδικαλιστικού βιβλιαρίου. Στο βιβλιάριο σημειώνεται από το δικαστικό
αντιπρόσωπο η χρονολογία άσκησης του εκλογικού δικαιώματος του μέλους, η διάρκεια της θητείας
των αντιπροσώπων που ψήφισε καθώς και η διάρκεια της θητείας των οργάνων που θα ψηφίσουν οι
αντιπρόσωποί του. Το γνήσιο των εγγράφων αυτών βεβαιώνει ο δικαστικός αντιπρόσωπος με την
υπογραφή του και τη σφραγίδα της οργάνωσης.
2. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 11, τα πρακτικά διαλογής των ψηφοδελτίων και
ανακηρύξεως των επιτυχόντων, καθώς και το πρωτόκολλο της ψηφοφορίας ως και απόσπασμα
πρακτικών για την κατά το άρθρο 10 παρ. 2β απόφαση της Γενικής Συνέλευσης παραδίνονται την
επόμενη μέρα μετά το τέλος της εκλογής από το δικαστικό αντιπρόσωπο στο γραμματέα του αρμόδιου
πρωτοδικείου και φυλάσσονται στο φάκελο της οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Άρθρο 14
1. Τα όργανα του Κράτους έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν τα απαραίτητα μέτρα για τη
διασφάλιση της ανεμπόδιστης άσκησης του δικαιώματος για την ίδρυση και αυτόνομη λειτουργία των
συνδικαλιστικών οργανώσεων.
2. Απαγορεύεται στους εργοδότες, σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό τους και σε οποιοδήποτε
τρίτο να προβαίνουν σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που κατατείνει στην παρακώλυση της
άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και ιδιαίτερα:
α) ν’ ασκούν επιρροή στους εργαζομένους, για την ίδρυση ή μη ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης,
β) να επιβάλλουν ή να παρεμποδίζουν με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο την προσχώρηση εργαζομένων σε
ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση,
γ) να απαιτούν από τους εργαζομένους δήλωση συμμετοχής, μη συμμετοχής ή αποχώρησης από
συνδικαλιστική οργάνωση,
δ) να υποστηρίζουν ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση ή με οικονομικά ή με άλλα μέσα,
ε) να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο στη διοίκηση, στη λειτουργία και στη δράση των
συνδικαλιστικών οργανώσεων,
στ) να μεταχειρίζονται με ευμένεια ή δυσμένεια τους εργαζομένους, ανάλογα με τη συμμετοχή τους σε
ορισμένη συνδικαλιστική οργάνωση.
3. Δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε συνδικαλιστική οργάνωση εργαζομένων εργοδότες.
*** Το προηγούμενο εδάφιο δεύτερο της παρ. 3, καταργήθηκε δια του άρθρου 7 του Ν. 1446/1984.
4. Είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση.
5. Είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας.
α) των μελών της διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 92 Α.Κ., της συνδικαλιστικής οργάνωσης,
β) των μελών της προσωρινής σύμφωνα με το άρθρο 79 ΑΚ. διοίκησης συνδικαλιστικής οργάνωσης
που διορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 69 του Αστικού Κώδικα και
γ) των μελών της διοίκησης που εκλέγονται προσωρινά κατά την ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Η απαγόρευση ισχύει κατά τη διάρκεια της θητείας και ένα χρόνο μετά τη λήξη της, εκτός αν
συντρέχει ένας από τους λόγους της παρ. 10 και διαπιστωθεί κατά τη διαδικασία του άρθρου 15.
6. Η παραπάνω προστασία παρέχεται στην ακόλουθη έκταση:
α) Εάν η οργάνωση έχει 200 μέλη προστατεύονται επτά μέλη της διοίκησης,
β) εάν η οργάνωση έχει ως 1000 μέλη προστατεύονται εννέα μέλη και
γ) εάν η οργάνωση έχει περισσότερα από 1000 προστατεύονται ένδεκα.
7. Τη σειρά των μελών που προστατεύονται ορίζει το καταστατικό. Εάν το καταστατικό δεν
προβλέπει, προστατεύονται κατά σειρά ο Πρόεδρος, Αναπλ. Πρόεδρος ή Αντιπρόεδρος, Γενικός
Γραμματέας, Αναπλ. Γενικός Γραμματέας, Ταμίας και οι λοιποί κατά την τάξη της εκλογής.
8. Προστατεύονται επίσης:
Τα πρώτα 21 ιδρυτικά μέλη της πρώτης υπό υπόσταση συνδικαλιστικής οργάνωσης της επιχείρησης ή
εκμετάλλευσης ή του επαγγελματικού κλάδου απασχόλησης εφόσον η επιχείρηση στην οποία
εργάζονται απασχολεί από 80 μέχρι 150 εργαζομένους, 25 μέλη αν απασχολεί πάνω από 150, 30 μέλη
αν απασχολεί πάνω από 300 και 40 μέλη εάν απασχολεί πάνω από 500. Εφόσον οι εργαζόμενοι είναι
πάνω από 40 και μέχρι 80, προστατεύονται μέχρι 7 ιδρυτικά μέλη κατά την τάξη υπογραφής της
ιδρυτικής πράξης.
Η προστασία αυτή ισχύει για ένα χρόνο από την ημέρα της υπογραφής της ιδρυτικής πράξης. Εάν η
υπό σύσταση οργάνωση δεν συσταθεί πραγματικά μέσα σε 6 μήνες από την υπογραφή της ιδρυτικής
πράξης, η προστασία των ιδρυτικών μελών παύει και ισχύει για τα μέλη της επόμενης υπό σύσταση
οργάνωσης.
9. Με την επιφύλαξη του άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 1256/1982 «για την πολυθεσία, την
πολυαπασχόληση και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο δημόσιο τομέα, καθώς και για το
Ελεγκτικό Συνέδριο, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και άλλες διατάξεις», δεν επιτρέπεται
μετάθεση των εργαζομένων που αναφέρονται στις παρ. 5, 6, 7, και 8 χωρίς τη συγκατάθεση της
αντίστοιχης συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να προσφύγει στην επιτροπή του
άρθρου 15 που αποφασίζει για την αναγκαιότητα της μετάθεσης.
10. Η καταγγελία της σχέσης εργασίας των προσώπων που προστατεύονται σύμφωνα με όσα
αναγράφονται στο άρθρο αυτό, επιτρέπεται μόνο:
α) Όταν κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας με τον εργοδότη ο εργαζόμενος τον εξαπάτησε
παρουσιάζοντας ψεύτικα πιστοποιητικά ή βιβλιάρια για να προσληφθεί ή να λάβει μεγαλύτερη αμοιβή.
β) Όταν ο εργαζόμενος απεκάλυψε βιομηχανικά ή εμπορικά μυστικά ή ζήτησε ή δέχτηκε αθέμιτα
πλεονεκτήματα, κυρίως προμήθειες από τρίτους.
γ) Όταν ο εργαζόμενος προκάλεσε σωματικές βλάβες ή εξύβρισε σοβαρά ή απείλησε τον εργοδότη ή
τον εκπρόσωπό του.
δ) Όταν ο εργαζόμενος επίμονά και αδικαιολόγητα αρνήθηκε να εκτελέσει την εργασία για την οποία
έχει προσληφθεί.
«ε) Όταν ο εργαζόμενος δεν προσέρχεται αδικαιολόγητα στην εργασία του για περισσότερο από 7
ημέρες διάστημα.
Για την ύπαρξη των πιο πάνω λόγων καταγγελίας της σχέσεως εργασίας των προστατευόμενων κατά
τις προαναφερόμενες διατάξεις μισθωτών αποφασίζει η επιτροπή του άρθρου 15 του Ν. 1264/1982,
όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 του Ν. 1545/1985».
*** Η περ. ε΄ της παρ. 10 του άρθρου 14 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 1 του Ν. 1915/1990
(Α΄ 112).
Η συνδρομή κάποιου από τους παραπάνω σπουδαίους λόγους δεν απαλλάσσει τον εργοδότη από τις
υποχρεώσεις που έχει σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα και της εργατικής νομοθεσίας
σχετικά με την καταγγελία της σχέσεως εργασίας.
Άρθρο 15
1. Για την ύπαρξη ενός από τους λόγους του άρθρου 14 παρ. 10 πριν από την καταγγελία της
σχέσης εργασίας αποφασίζει, κατά την πλειοψηφία, επιτροπή, της ποίας η απόφαση υπόκειται σε
έφεση και η οποία αποτελείται:
α) Από τον πρόεδρο πρωτοδικών της περιφέρειας που παρέχει την εργασία του ο
εργαζόμενος, εφόσον στο Πρωτοδικείο υπηρετούν δύο τουλάχιστον πρόεδροι, ή αλλιώς από
πρωτοδίκη που ορίζεται από τον πρόεδρο με τη σειρά του άρθρου 11 παρ. 3 εδάφ. β΄ του νόμου αυτού
και για ένα χρόνο.
β) Από έναν αντιπρόσωπο του εμποροβιομηχανικού επιμελητηρίου της περιφέρειας και αν
δεν λειτουργεί επιμελητήριο του εμπορικού συλλόγου. Όταν εκδικάζεται υπόθεση που αφορά μισθωτό
βιομηχανίας, ο σύνδεσμος βιομηχάνων, όπου υπάρχει, υποδείχνει έναν εκπρόσωπό του που συμμετέχει
στην επιτροπή αντί του εκπροσώπου του επιμελητηρίου.
γ) Από έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων που υποδείχνει η πιο αντιπροσωπευτική
τριτοβάθμια οργάνωση.
2. Η έφεση απευθύνεται σε δευτεροβάθμια επιτροπή που είναι και αυτή τριμελής και
αποτελείται:
α) Από τον αρχαιότερο Πρόεδρο πρωτοδικών, αναπληρούμενο από άλλον Πρόεδρο, σε
περίπτωση απουσίας, ελλείψεως ή κωλύματος του και μόνο σε περίπτωση που δεν υπηρετεί άλλος
Πρόεδρος προεδρεύει ο αρχαιότερος πρωτοδίκης, που δεν συμμετείχε στην πρωτοβάθμια επιτροπή,
όταν αυτή έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.
β) Από έναν αντιπρόσωπο του εμποροβιομηχανικού επιμελητηρίου με τις πιο πάνω
διακρίσεις, υποδεικνυόμενο όπως και στην παρ. 1 εδάφ. β΄του άρθρου αυτού.
γ) Από έναν εκπρόσωπο των εργαζομένων, υποδεικνυόμενο όπως και στην παρ. 1 εδάφ. γ΄
του άρθρου αυτού.
3. Τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη της πρωτοβάθμιας επιτροπής δεν μπορούν, για τον ίδιο
χρόνο, να ορίζονται ή να συμμετέχουν στη δευτεροβάθμια επιτροπή. Κατά τα λοιπά και για τις δύο
επιτροπές εφαρμόζεται το άρθρο 11 παρ. 3 εδάφ. β του νόμου αυτού, και στην πρώτη εφαρμογή της
διάταξης αυτής, η θητεία και των δευτεροβάθμιων επιτροπών λήγει ταυτόχρονα με τις πρωτοβάθμιες.
Η απαρτία και στις δύο επιτροπές σχηματίζεται από τον πρόεδρό της και ένα τουλάχιστο μέλος της
επιτροπής.
4. Η δευτεροβάθμια επιτροπή επαναλαμβάνεται ύστερα από έφεση διαδίκου, που ακείται
μέσα σε πέντε εργάσιμες μέρες από την κοινοποίηση σ’ αυτόν της πρωτοβάθμιας απόφασης.
5. Το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου, κάθε χρόνο, οπρόεδρος κάθε πρωτοδικείου που
θ’ αναλάβει τη δευτεροβάθμια επιτροπή καλεί τις παραπάνω οργανώσεις να υποδείξουν μέσα στον
Ιανουάριο έναν τακτικό και έναν αναπληρωματικό εκπρόσωπο για το ερχόμενο ημερολογοακό έτος
και για κάθε μία επιτροπή.
Εάν οι παραπάνω οργανώσεις δεν υποδείξουν εκπροσώπους, ο πρόεδρος ορίζει μέσα στο
πρώτο 10ήμερο του Φεβρουαρίου έναν εργοδότη και έναν αναπληρωματικό του και με απόφασή του
συγκροτεί και τις δύο Επιτροπές Προστασίας Συνδικαλιστικών Στελεχών της περιφέρειάς του. Ένας
από τους υπαλλήλους της δικαστικής γραμματείας ορίζεται γραμματέας για κάθε επιτροπή.
Η κάθε επιτροπή συγκαλείται από τον πρόεδρό της, ύστερα από αίτηση του εργοδότη ή έφεση
του ενδιαφερόμενου που κατατίθεται στη γραμματεία της, μέσα σε οκτώ (Cool μέρες από την υποβολή
της αίτησης ή της έφεσης και συζητεί την υπόθεση, εφαρμόζοντας ανάλογα τις διατάξεις των άρθρων
739 έως 759, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
«Οι επιτροπές έχουν υποχρέωση να εκδώσουν την απόφασή τους μέσα σε δέκα (10) μέρες
από την ημέρα της συζήτησης της υπόθεσης».
*** Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο, τα οποία είχαν τροποποιηθεί από το άρθρο 1 του Ν.
1915/1990, επανήλθαν σε ισχύ όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίηση αυτή δυνάμει του άρθρου 1 του
Ν. 2224/1994, με το οποίο και καταργήθηκε το άρθρο 1 του Ν. 1915/1990.
*** Το άρθρο 15 αντικαταστάθηκε ως άνω δια του άρθρου 25 του Ν. 1545/1985.
Άρθρο 16
1. Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος. Οι εργαζόμενοι και οι
συνδικαλιστικές τους οργανώσεις προστατεύονται κατά την άσκηση κάθε συνδικαλιστικού
δικαιώματος και στον τόπο εργασίας.
2. Τα σωματεία δικαιούνται να έχουν πίνακες ανακοινώσεων για τους σκοπούς τους στους τόπους
εργασίας και σε χώρους που συμφωνούν ο κάθε εργοδότης και η διοίκηση του σωματείου.
3. Οι τακτικές ή έκτακτες συνελεύσεις της πιο αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης
συνέρχονται εκτός χρόνου απασχόλησης όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 6 σε κατάλληλο
χώρο του τόπου εργασίας εκτός των χωρών παραγωγής, που είναι υποχρεωμένος να διαθέτει ο
εργοδότης , εφόσον υπάρχει η δυνατότητα αυτή και εφόσον η εκμετάλλευση απασχολεί τουλάχιστο
ογδόντα εργαζομένους, ο εργοδότης που έχει την παραπάνω υποχρέωση μπορεί εναλλακτικά να
παραχωρήσει ή να μισθώσει κατάλληλο χώρο σε ακτίνα μέχρι 1000 μέτρα από τον εργασίας.
4. Ο εργοδότης ή εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του έχει την υποχρέωση να συναντάται με τους
εκπροσώπους των συνδικαλιστικών οργανώσεων μετά από αίτησή τους τουλάχιστο μια φορά το μήνα
και να μεριμνά για την επίλυση των θεμάτων που απασχολούν τους εργαζομένους ή την οργάνωσή
τους.
5. Ο εργοδότης του οποίου η εκμετάλλευση απασχολεί περισσότερους από εκατό (100) εργαζομένους
έχει υποχρέωση να διαθέτει κατάλληλο χώρο για γραφείο στον τόπο εργασίας στην συνδικαλιστική
οργάνωση της επιχείρησης που έχει τα περισσότερα μέλη για την εξυπηρέτηση των συνδικαλιστικών
σκοπών της εφόσον ζητηθεί και σύμφωνα με τις δυνατότητές του.
6. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κάθε βαθμού έχουν δικαίωμα να διανέμουν ανακοινώσεις τους μέσα
στο χώρο εργασίας, εκτός χρόνου απασχόλησης, όπως αναφέρεται στην παρ. 1 του άρθρου 6.
7. Εκπρόσωποι του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου της επιχείρησης και αν δεν υπάρχει
σωματείο του εργατικού κέντρου της περιοχής, δικαιούνται να παρευρίσκονται κατά την επιθεώρηση
που ενεργούν τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Εργασίας και να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις
τους.
8. Ο αρμόδιος επιθεωρητής εργασίας αποφαίνεται, αν προκύψει διαφωνία στις περιπτώσεις 2, 3, 5 και
7 του άρθρου αυτού, με αιτιολογημένη απόφασή του μέσα σε δέκα μέρες (10) από την προσφυγή σ’
αυτόν του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Εάν ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται με την
απόφαση του επιθεωρητή, αυτός του επιβάλλει για κάθε παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού
και για κάθε άρνηση συμμόρφωσης του εργοδότη πρόστιμο από δρχ. 5.000 μέχρι 100.000 υπέρ της
Εργατικής Εστίας που εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ.
*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν. 1545/1985 (Α 91): «Κατά των εργοδοτών που
προσλαμβάνουν ή απασχολούν εργαζόμενους κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος ή που
αρνούνται να χορηγήσουν ή χορηγούν ψευδή ή ανακριβή πιστοποιητικά υπηρεσίας των εργαζομένων
εφαρμόζονται οι διοικητικές ποινές όπως αυτές περιγράφονται στην παρ. 8 του άρθρου 16 του Ν.
1264/1982.
Οι ποινές που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο επιβάλλονται και στους εργοδότες που
παραβαίνουν τις διατάξεις του άρθρου 8 του Ν. 1346/1983, όπως αυτές τροποποιούνται και
επεκτείνονται με τον παρόντα νόμο».
9. Ο εργοδότης έχει δικαίωμα ν’ ασκήσει ανακοπή στο ειρηνοδικείο του τόπου εργασίας κατά της
απόφασης επιβολής προστίμου από τον επιθεωρητή εργασίας. Το Ειρηνοδικείο δικάζει με τη
διαδικασία των άρθρων 663 και επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 17
1. Ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να διευκολύνει τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων, των
ελεγκτικών επιτροπών και τους αντιπροσώπους των πρωτοβάθμιων στις δευτεροβάθμιες
συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Την ίδια υποχρέωση έχει για τα
διοικητικά συμβούλια, τις ελεγκτικές και τους αντιπροσώπους των δευτεροβάθμιων στις τριτοβάθμιες,
όπως και για τα διοικητικά συμβούλια και τις ελεγκτικές επιτροπές των τριτοβάθμιων οργανώσεων.
2. Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να παρέχει:
α) Στα μέλη της Εκτελεστικής επιτροπής της πιο αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής
οργάνωσης άδεια απουσίας όσο χρόνο διαρκεί η θητεία της.
β) Στα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των πιο αντιπροσωπευτικών δευτεροβάθμιων οργανώσεων
άδεια απουσίας έως 5 μέρες το μήνα και έως 15 για τον Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο, Γεν. Γραμματέα και
Ταμία.
γ) Στους Πρόεδρο, Αντιπρόεδρο, Γενικό Γραμματέα των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων
άδεια απουσίας έως 5 μέρες το μήνα αν τα μέλη τους είναι 500 και πάνω και ως τρεις μέρες αν είναι
λιγότερα.
δ) Στους αντιπροσώπους στις δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες οργανώσεις άδεια απουσίας για όλη τη
διάρκεια συνεδρίου που συμμετέχουν.
3. Οι αναφερόμενες στην παράγραφο 2 άδειες απουσίας περιορίζονται σε τριάντα (30) μέρες το χρόνο
για τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, αλλιώς του Προεδρείου των μη αντιπροσωπευτικών
τριτοβάθμιων οργανώσεων και στο 1/3 του αναφερόμενου στα εδάφια β΄ και γ΄ χρόνου προκειμένου
για την αμέσως επόμενη, της πιο αντιπροσωπευτικής, οργάνωση.
4. Ο χρόνος απουσίας των εργαζομένων κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου θεωρείται
χρόνος πραγματικής εργασίας για όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την εργασιακή και
ασφαλιστική σχέση εκτός από το δικαίωμα λήψεως αποδοχών για τον αντίστοιχο χρόνο.
Οι ασφαλιστικές εισφορές συνδικαλιστικών στελεχών για το χρόνο της συνδικαλιστικής άδειάς τους
καταβάλλονται από την οργάνωσή τους.
5. Για κάθε διαφωνία σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων αυτού του άρθρου αποφασίζει, ύστερα
από αίτηση της μιας ή της άλλης πλευράς, η Επιτροπή του άρθρου 15 αυτού του νόμου.
*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Ν. 1400/1983 (Α 156), για τους υπαγόμενους στο
άρθρο 30 του Ν. 1264/1982 υπαλλήλους, οι από το άρθρο 17 του ίδιου νόμου προβλεπόμενες
συνδικαλιστικές άδειες, είναι με αποδοχές.
Άρθρο 18
1. Οι διατάξεις των άρθρων 14, 15, 16, 17 αποτελούν ελάχιστα συνδικαλιστικά δικαιώματα.
2. Ρυθμίσεις ευνοϊκότερες για την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών που έχουν ήδη αποκτηθεί ή θα
αποκτηθούν με συμφωνία μισθωτών και εργοδοτών ή με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ή
Διαιτητικές Αποφάσεις υπερισχύουν.
Άρθρο 19
1. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις
α) ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών εργασιακών συνδικαλιστικών και
ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους αυτούς
σκοπούς και β) ως εκδήλωση αλληλεγγύης εργαζομένων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων που
εξαρτώνται από πολυεθνικές εταιρείες προς εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή στην
έδρα της ίδιας πολυεθνικές εταιρείας, και εφόσον η έκβαση της απεργίας των τελευταίων θα έχει
άμεσες επιπτώσεις στα οικονομικά ή εργασιακά συμφέροντα των πρώτων.
Η απεργία στην περίπτωση β΄ κηρύσσεται μόνο από την πιο αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια
συνδικαλιστική οργάνωση.
Για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας απαιτείται προειδοποίηση του εργοδότη ή της
συνδικαλιστικής του οργάνωσης 24 τουλάχιστο ώρες πριν από την πραγματοποίησή της.
2. Η απεργία των εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο, στους οργανισμούς
τοπικής αυτοδιοίκησης, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, στις επιχειρήσεις δημοσίου
χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση
βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, επιτρέπεται μετά από την τήρηση της διαδικασίας των
άρθρων 20 παρ. 2 και 21 του παρόντος.
Επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία
για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου χαρακτηρίζονται οι επιχειρήσεις ή
εκμεταλλεύσεις:
α) Παροχής υγειονομικών υπηρεσιών από νοσηλευτικά εν γένει ιδρύματα.
β) Διύλισης και διανομής ύδατος.
γ) Παραγωγής ή διύλισης ακάθαρτου πετρελαίου.
δ) Μεταφοράς προσώπων και αγαθών από την ξηρά, τη θάλασσα και τον αέρα.
ε) Τηλεπικοινωνιών και ταχυδρομείων, Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης.
«στ) Αποχέτευσης και απαγωγής ακάθαρτων υδάτων και λυμάτων και αποκομιδής και εναποθέσεως
απορριμμάτων».
*** Η εντός «» περ. στ΄ της παρ. 2 του άρθρου 19 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 3 παρ. 1 του
Ν. 1915/1990 (Α΄ 186).
ζ) Φορτοεκφόρτωσης και αποθήκευσης εμπορευμάτων στα λιμάνια.
«η) Τραπέζης της Ελλάδος, Πολιτικής Αεροπορίας και κάθε είδους υπηρεσίες ή τμήματα υπηρεσιών
που απασχολούνται με την εκκαθάριση και πληρωμή των μισθών του προσωπικού του κατά το άρθρο
51 του Ν. 1892/1990 δημοσίου τομέα».
*** Η εντός «» περ. η΄ της παρ. 2 του άρθρου 19 προστέθηκε ως άνω με το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν.
1915/1990 (Α΄ 186).
*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Βλ. άρθρο 3 Ν. 2224/1994 (Α΄ 112) ως προς την υποχρέωση συνδικαλιστικών
οργανώσεων προς δημόσιο διάλογο.
ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα) Empty Απ: ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα)

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Κυρ Ιουν 26, 2011 5:30 pm

Άρθρο 20
1. Η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κηρύσσεται με απόφαση της
Γενικής Συνέλευσης. Για ολιγόωρες στάσεις εφόσον δεν πραγματοποιούνται την ίδια μέρα ή μέσα
στην ίδια εβδομάδα αρκεί απόφαση του διοικητικού συμβουλίου εκτός αν το καταστατικό ορίζει
διαφορετικά.
Η απεργία στις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις ευρύτερης περιφέρειας ή
πανελλαδικής έκτασης κηρύσσεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, εκτός αν το καταστατικό
ορίζει διαφορετικά.
Ενώσεις προσώπων, κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 3 περίπτωση α΄, υποπερίπτωση γγ, μπορούν
να ασκήσουν το δικαίωμα της απεργίας ύστερα από απόφαση, με μυστική ψηφοφορία της πλειοψηφίας
των εργαζομένων σε εκμετάλλευση, επιχείρηση, δημόσια υπηρεσία, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. Για τους
εργαζομένους σε εκμετάλλευση, επιχείρηση, δημόσια υπηρεσία, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. εάν δεν υπάρχει
ένωση προσώπων ή επιχειρησιακό σωματείο με μέλη τους περισσότερους από αυτούς, την απόφαση
για απεργία μπορεί να πάρει το πιο αντιπροσωπευτικό Εργατικό Κέντρο της περιοχής που εργάζονται.
Εργαζόμενοι του κλάδου ή της επιχείρησης που δεν είναι μέλη της συνδικαλιστικής οργάνωσης που
κήρυξε απεργία μπορούν να λάβουν μέρος σ’ αυτή.
«Εργαζόμενοι της επιχείρησης που δεν είναι μέλη καμιάς συνδικαλιστικής οργάνωσης μπορούν να
λάβουν μέρος σε απεργία που κήρυξε νόμιμα η πλέον αντιπροσωπευτική σε σχέση με την εργασιακή
ιδιότητα οργάνωση».
*** Το εντός «» εδάφιο της παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω δια του άρθρου 4 παρ. 5 του Ν.
111365/1983 (Α΄ 80), προκειμένου για τις κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις του νόμου αυτού και
μόνον.
2. Προκειμένου για εργαζόμενους του άρθρου 19 παρ. 2 κήρυξη απεργίας δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί πριν περάσουν τέσσερις (4) πλήρεις ημέρες απ’ τη γνωστοποίηση των αιτημάτων και
των λόγων που τα θεμελιώνουν με έγγραφο που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή στον εργοδότη
ή στους εργοδότες, στο Υπουργείο το οποίο ασκεί τη σχετική εποπτεία και στο Υπουργείο Εργασίας.
Η απεργία δεν μπορεί ν’ αφορά αιτήματα διάφορα από εκείνα που γνωστοποιήθηκαν.
3. Οι εργαζόμενοι του άρθρου 19 παρ. 2 πριν να λάβουν απόφαση για απεργία, μπορούν να ζητήσουν
από τον εργοδότη με έγγραφο που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή να γίνει δημόσιος διάλογος με
βάση τα αιτήματά τους και τους λόγους που τα θεμελιώνουν.
Αν οι εργαζόμενοι δεν ζητήσουν το διάλογο, μπορεί να τον ζητήσει από αυτούς ο εργοδότης, όταν
κατά τον οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποιηθούν σ’ αυτόν τα αιτήματα των εργαζομένων, με έγγραφό
του, που κοινοποιείται με δικαστικό επιμελητή.
Αν τα μέρη συμφωνήσουν, ο δημόσιος διάλογος διεξάγεται με εκπροσώπους τους, μέσα σε 48 ώρες
από την κοινοποίηση του προαναφερόμενου εγγράφου, σε τόπο και χρόνο που ορίζονται από αυτούς
και διευθύνεται από μεσολαβητή, που επιλέγουν οι εκπρόσωποι, συναντώμενοι προηγουμένως στον
οριζόμενο τόπο, από ειδικό κατάλογο, μεσολαβητών, προβλεπόμενο από το άρθρο 15 παρ. 3 του Ν.
1876/1990.
Σε περίπτωση ασυμφωνίας ο μεσολαβητής ορίζεται με κλήρωση.
Ο μεσολαβητής προσπαθεί να επιτύχει την προσέγγιση των απόψεων των μερών για την επίλυση της
διαφοράς.
Αν μέσα σε 48 ώρες από την έναρξη του διαλόγου τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία, ο
μεσολαβητής μπορεί να υποβάλλει σ’ αυτά, μέσα σε 24 ώρες από τη λήξη του 48ώρου, δική του
πρόταση, που τα μέρη μπορούν να αποδεχτούν ή να απορρίψουν μέσα σε 48 ώρες από την
κοινοποίησή της.
Η αποδοχή ή η απόρριψη κοινοποιείται στο μεσολαβητή και στο άλλο μέρος με δικαστικό επιμελητή.
Η πρόταση του μεσολαβητή μπορεί , με φροντίδα του, να δημοσιεύεται στον ημερήσιο τύπο.
Έως ότου καταρτιστεί ο ειδικός κατάλογος μεσολαβητών, ως μεσολαβητής επιλέγεται πρόσωπο από
κατάσταση δέκα (10) προσώπων, που ορίζει προσωρινά το διοικητικό συμβούλιο του Οργανισμού
Μεσολάβησης και Διαιτησίας, λαμβάνοντας υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων μεσολαβητών που
ορίζονται στο άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 1876/1990.
Για τα αιτήματα των εργαζομένων, τις απόψεις των μερών και την πρότασή του ο μεσολαβητής
συντάσσει πρακτικά.
Στο διάλογο μπορούν να συμμετέχουν, παριστάμενοι, εκπρόσωποι παραγωγικών τάξεων,
ενδιαφερόμενων οργανώσεων, του Τύπου κ.λ.π., σύμφωνα με όσα ορίζει ειδικότερα απόφαση του
Υπουργείου Εργασίας.
4. Η μυστική ψηφοφορία της γενικής συνελεύσεως, που αναφέρεται στην κήρυξη απεργίας, διεξάγεται
από εφορευτική επιτροπή . καθήκοντα εφορευτικής επιτροπής εκτελεί το διοικητικό συμβούλιο της
συνδικαλιστικής οργανώσεως και δικαστικού αντιπροσώπου, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου
ή ο αντικαταστάτης του. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 13 του Ν 1264/1982.
*** Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 20 προστέθηκαν ως άνω με το άρθρο 2 του Ν. 1915/1990, το οποίο
όμως καταργήθηκε από το άρθρο 10 του Ν. 2224/1994.
Άρθρο 21
1. Κατά τη διάρκεια της απεργίας η συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία την κηρύσσει, έχει
υποχρέωση να διαθέτει το αναγκαίο προσωπικό για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης
και την πρόληψη καταστροφών και ατυχημάτων.
2. Στις υπηρεσίες, οργανισμούς και επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 19 παρ. 2 του Ν.
1264/1982, όπως συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 3 και του άρθρου 4 παρ. 1
του Ν. 1915/1990 των οποίων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών
αναγκών του κοινωνικού συνόλου, πέραν του προσωπικού ασφαλείας της προηγούμενης παραγράφου
διατίθεται και προσωπικό για την αντιμετώπιση στοιχειωδών αναγκών του κοινωνικού συνόλου κατά
τη διάρκεια της απεργίας.
3. Το διατιθέμενο προσωπικό των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού παρέχει τις
υπηρεσίες του κάτω από τις οδηγίες του εργοδότη, προς εκπλήρωση των σκοπών για τους οποίους
διατίθεται.
4. Το προσωπικό των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου καθορίζεται με ειδική συμφωνία
μεταξύ της αντιπροσωπευτικής συνδικαλιστικής οργάνωσης στην επιχείρηση και της διοίκησης της
επιχείρησης. Η πλέον αντιπροσωπευτική είναι η συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία έχει ως μέλη τους
εργαζομένους, που προέρχονται από όλους τους κλάδους της επιχείρησης.
Αν στην επιχείρηση υπάρχουν περισσότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις,
αντιπροσωπευτικότερη είναι εκείνη που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό μελών, που ψήφισαν
κατά τις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη διοίκησης, ανεξάρτητα από τις ειδικότητες των
εργαζομένων που είναι μέλη της.
Οι λοιπές συνδικαλιστικές οργανώσεις δικαιούνται να παρέμβουν στις διαπραγματεύσεις και
τις λοιπές διαδικασίες.
5. Για τις επιχειρήσεις δημοσίου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας πέραν του προσωπικού της
παρ. 2 με την ίδια συμφωνία είναι δυνατόν να καθορίζονται οι συγκεκριμένες ανάγκες του κοινωνικού
συνόλου, τις οποίες πρέπει να καλύπτει η επιχείρηση σε περίπτωση απεργίας και οι συνέπειες για την
παραβίαση της συμφωνίας. Κριτήρια για τα θέματα αυτά αποτελούν το είδος και η κοινωνική
κρισιμότητα των υπηρεσιών και αγαθών, που παρέχει η επιχείρηση και η ανάγκη διασφάλισης της
άσκησης του δικαιώματος της απεργίας.
6. Η συμφωνία καταρτίζεται με απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ των μερών. Έως την 5η
Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους ένα από τα ενδιαφερόμενα μέρη καλεί το άλλο σε
διαπραγμάτευση με εξώδικη κλήση, στην οποία περιέχεται υποχρεωτικά η πρόταση για καθορισμό του
προσωπικού των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου. Η κλήση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή
και κατά τον ίδιο τρόπο κοινοποιείται στο Υπουργείο Εργασίας.
7. Η συμφωνία καταρτίζεται το αργότερο έως τις 25 Νοεμβρίου κάθε ημερολογιακού έτους και
κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας, μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την
υπογραφή της. Η συμφωνία αυτή ισχύει ολόκληρο το ημερολογιακό έτος που ακολουθεί.
8. Εάν δεν τηρηθεί η διαδικασία της παρ. 5 αυτού του άρθρου ή αν η συμφωνία δεν καταρτισθεί έως
την 25η Νοεμβρίου ή δεν κατατεθεί στο Υπουργείο Εργασίας μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην
παρ. 5 του άρθρου αυτού τα μέρη υποχρεούνται να προσφύγουν στην διαδικασία της μεσολάβησης
σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄).
Η μεσολάβηση πρέπει να ολοκληρωθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την ανάληψη των
καθηκόντων του μεσολαβητή.
Εάν η μεσολάβηση δεν καταλήξει σε συμφωνία κάθε ενδιαφερόμενη πλευρά έχει δικαίωμα να
παραπέμψει το θέμα στην επιτροπή του άρθρου 15 του Ν. 1264/1982, όπως αντικαταστάθηκε από το
άρθρο 25 του Ν. 1545/1985.
9. Όλα τα ζητήματα των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 αυτού του άρθρου μπορούν να ρυθμίζονται και με
συλλογικές συμβάσεις εργασίας για όλες τις επιχειρήσεις ανεξάρτητα από το δημόσιο ή μη χαρακτήρα
τους και την υπαγωγή τους ή μη στην κοινή ωφέλεια.
*** Το άρθρο 21, όπως είχε τροποποιηθεί, αντικαταστάθηκε ως άνω από την παρ. 1 του άρθρου 2 του
Ν. 2224/1994 (Α΄112), κατά την παρ. 2 δε αυτού:
«Η πρώτη εφαρμογή της διαδικασίας των παραγράφων 5, 6, και 7 αυτού του άρθρου για την
κατάρτιση ειδικής συμφωνίας για το προσωπικό των παραγράφων 1 και 2 αυτού του αυτού του άρθρου
αρχίζει από την 1η Οκτωβρίου 1994».
Άρθρο 22
1. Απαγορεύεται κατά τη διάρκεια νόμιμης απεργίας η πρόσληψη απεργοσπαστών.
2. Απαγορεύεται η ανταπεργία (λοκάουτ).
3. Δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα.
4. Για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 19-22 αποφασίζει *το
Μονομελές Πρωτοδικείο* της έδρας της συνδικαλιστικής οργάνωσης που έχει κηρύξει την απεργία
κατά την διαδικασία των άρθρων 663 έως 676 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Σε επείγουσες περιπτώσεις οι πρόεδροι των αρμόδιων πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων
δικαστηρίων προσδιορίζουν σύντομη δικάσιμη και συντέμνουν τις προθεσμίες επίδοσης των
δικογράφων, ώστε η συζήτηση να πραγματοποιηθεί μέσα σε πέντε ημέρες από την κατάθεσή τους
ανεξάρτητα από τον αριθμό των υποθέσεων που εκκρεμούν.
Για την έφεση αποφασίζει ο Πρόεδρος εφετών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 674 του Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας.
Η προθεσμία της έφεσης είναι τρεις (3) μέρες.
*** Το τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 22 προστέθηκε με το άρθρο 5 του Ν. 1915/1990 το οποίο
όμως καταργήθηκε από το άρθρο 10 του Ν. 2224/1994.
*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με το άρθρο 5 εδάφιο πρώτο του Ν. 1915/1990, το οποίο καταργήθηκε από το
άρθρο 10 του Ν. 2224/1994 οριζόταν ότι « στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 4 εδάφιο πρώτο του Ν.
1264/1982, αντί του μονομελούς πρωτοδικείου αποφασίζει ο πρόεδρος πρωτοδικών και στην
περίπτωση του δεύτερου εδαφίου η προθεσμία των πέντε (5) ημερών συντέμνεται σε τρεις (3) ημέρες».
Άρθρο 23
1. . Ο εργοδότης και οι εκπρόσωποί του, ως και οποιοσδήποτε τρίτος, που παραβαίνει τις διατάξεις
του άρθρου 14 παρ.2 και 3 του νόμου αυτού, τιμωρούνται με φυλάκιση η και με χρηματική ποινή
μέχρι 5.000.000 δραχμών, και εφ’ όσον δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή από άλλη διάταξη.
2. Ο εργοδότης και οι εκπρόσωποί του, που παραβαίνουν τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ.5,8και 9 ή
που αρνούνται την πραγματική απασχόληση εργαζόμενου που η απόλυσή του έχει κριθεί άκυρη με
δικαστική απόφαση ή που αρνούνται την επαναπρόσληψη και πραγματική απασχόληση των
εργαζόμενων που αναφέρονται στο άρθρο 24, τιμωρούνται με φυλάκιση ή και με χρηματική ποινή
μέχρις 1.000.000 δρχ, για κάθε παράβαση ή άρνηση.
3. Οποιοσδήποτε παραποιεί ή νοθεύει το αποτέλεσμα εκλογών για την ανάδειξη συλλογικών οργάνων
ή αντιπροσώπων οποιασδήποτε συνδικαλιστικής οργάνωσης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο
τριών μηνών και εάν πρόκειται για μέλος της εφορευτικής επιτροπής με φυλάκιση τουλάχιστον έξι
μηνών.
4. Όποιος χρησιμοποιεί την επωνυμία ή αντιποιείται την εκπροσώπηση συνδικαλιστικής οργάνωσης
χωρίς δικαίωμα για δικό του όφελος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους , αν η πράξη δεν
τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
5.Όποιος εμποδίζει με σωματική ή ψυχολογική βία τις συνεδριάσεις της διοίκησης ή τις συνελεύσεις
μελών συνδικαλιστικών οργανώσεων τιμωρείται με φυλάκιση ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται
βαρύτερα από άλλη διάταξη.
Άρθρο 24
1.Μέλη διοικήσεων ως και ιδρυτικά μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων μέσα στα όρια των παρ.6
και 8 του άρθρου 14 που έχουν απολυθεί μετά την ισχύ του νόμου 330/1976 επαναπροσλαμβάνονται
στην επιχείρηση η οποία έχει καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας τους χωρίς άλλη διατύπωση.
Η διάταξη του εδάφ.α΄ δεν εφαρμόζεται εάν η καταγγελία της σύμβασης έγινε για παράβαση
ποινικού νόμου, εκτός των διατάξεων του νόμου 330/1976 και του άρθρου 332 Π.Κ. για την οποία
έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση.
2.Το πρώτο εδάφιο της απρ.1 εφαρμόζεται και για τους εργαζόμενους των οποίων οι συμβάσεις
εργασίας έχουν καταγγελθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν.330/1976 εφόσον ήταν άνεργοι
κατά την 1.4.1982 και εξακολουθούν ή κατέστησαν άνεργοι μέχρι τη δημοσίευση αυτού του νόμου,
χωρίς υπαιτιότητά τους ή η εργασία τους μειονεκτεί σοβαρά σε σχέση με εκείνη από την οποία
απολύθηκαν.
1. Εργαζόμενοι των οποίων οι συμβάσεις εργασίας έχουν καταγγελθεί μετά την ισχύ του νόμου
330/1976 ένα μήνα πρίν κηρυχθεί η απεργία, κατά τη διάρκειά της και μέσα σε δύο μήνες μετά τη
λήξη της απεργίας στην οποία έλαβαν μέρος στην επιχείρηση ή στον κλάδο απασχόλησής τους
επαναπροσλαμβάνονται, στην επιχείρηση η οποία έχει καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας τους, χωρίς
άλλη διατύπωση, εφόσον ήσαν άνεργοι κατά την 1.4.1982 και εξακολουθούν ή κατέστησαν άνεργοι
μέχρι τη δημοσίευση αυτού του νόμου χωρίς υπαιτιότητά τους ή η εργασία τους μειονεκτεί σοβαρά
σε σχέση με εκείνη από τη οποία απολύθηκαν.
Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται εάν κριθεί με δικαστική απόφαση ότι η απόλυση δεν έγινε για
συνδικαλιστικούς λόγους ή αν πρόκειται για εποχιακά απασχολούμενους,όπως αυτό προκύπτει από
τη φύση της παραγωγικής λειτουργίας της επιχείρησης.
Η διάταξη του εδαφ.β΄ της παρ.1 ισχύει και για τις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής.
4.Στις περιπτώσεις που αναφέρονται οι παράγραφοι 1,2 και 3 εδάφ.γ΄ αν έχει εκδοθεί αμετάκλητη
δικαστική απόφαση σε βάρος του εργαζόμενου η επαναπρόσληψη έχει την έννοια αναγκαστικής
σύναψης νέας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου.
5. Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο που έχει απολυθεί κατά τις
παρ.1,2 και 3 και εφόσον ο εργαζόμενος του κοινοποιήσει σχετική έγγραφη δήλωση με δικαστικό
επιμελητή μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία 60 ημερών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Η
προθεσμία αυτή αρχίζει μετά το τέλος της εκκρεμούς ποινικής δίκης για τις περιπτώσεις τωνπαρ.1
εδαφ.β΄ και 3 εδαφ. γ΄ του άρθρου αυτού.
6.Αν οι εργαζόμενοι που θα υποβάλουν τη δήλωση επαναπρόσληψης της παρ.4 υπερβαίνουν το 5%
αλλά όχι το 10% των απασχολουμένων στην επιχείρηση, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να τους
επαναπροσλάβει ισομερώς κατά μήνα μέσα σ’ ένα εξάμηνο από το τέλος της προθεσμίας υποβολής
της παραπάνω δήλωσης. Αν υπερβαίνουν το 10% και για το ποσοστό πέραν του 10% και μέχρι το
20% προσλαμβάνονται ισομερώς κατά μήνα μέσα στον επόμενο χρόνο. Η πρόσληψη γίνεται με τη
σειρά υποβολής της παραπάνω δήλωσης και με προτίμηση των εργαζομένων της παρ.1 στη συνέχεια
της παρ.2 και τέλος της παρ.3 και μέσα σε κάθε ομάδα με προτίμηση όσων είχαν μεγαλύτερη
προϋπηρεσία στην επιχείρηση. Εκείνοι που δεν καλύπτονται από τα παραπάνω ποσοστά έχουν
δικαίωμα προτίμησης σε μελλοντικές τυχόν προσλήψεις.
Αποζημιώσεις που έχουν τυχόν καταβληθεί δεν επιστρέφονται από τους επαναπροσλαμβανόμενους.
7. Για διαφορές που προκύπτουν σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού
αποφασίζει το Μονομελές Πρωτοδικείο είτε του τόπου της έδρας της επιχείρησης είτε του τόπου
παροχής της εργασίας με τη διαδικασία των άρθρων 663-676 του κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παρ.4 του άρθρου 22 εφαρμόζονται ανάλογα.
8. Στις περιπτώσεις της παρ. 6 αν η επιχείρηση που υποχρεώνεται στην επαναπρόσληψη βρίσκεται
σε προφανή οικονομική αδυναμία ν’ αντιμετωπίσει τις πρόσθετες δαπάνες από τις επαναπροσλήψεις
μπορεί να υπαχθεί με απόφαση του Υπουργού Εργασίας στα προγράμματα του ΟΑΕΔ για την
επιδότησης δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης με βάση τους όρους και ύστερα από τη
διαδικασία που ορίζει το κάθε πρόγραμμα.
Άρθρο 25
1. Επί ένα χρόνο από τη δημοσίευση αυτού του νόμου εάν το όργανο που είναι αρμόδιο κατά
το καταστατικό της ή με εξουσιοδότηση του οργάνου αυτού το Προεδρείο της ν’ αποφασίσει την
εγγραφή μελών σε οποιαδήποτε οργάνωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 δεν δεχτεί την
αίτηση του εργαζόμενου ή της οργάνωσης που θέλει να εγγραφεί ή μέσα σε 10 ημέρες από την
υποβολή της για πρωτοβάθμια οργάνωση και 20 μέρες για δευτεροβάθμια ή τριτοβάθμια δεν έχει
γνωστοποιηθεί η απόφαση για την αποδοχή ή απόρριψη της αίτησης στον αιτούντα, αυτός έχει
δικαίωμα να προσφύγει στο αρμόδιο ειρηνοδικείο και να ζητήσει την εγγραφή κατά τη διαδικασία των
άρθρων 663 και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Οι λοιπές διατάξεις της παρ.6 και η παρ.7 του άρθρου 7
εφαρμόζονται ανάλογα.
Η προθεσμία της παρ.7 του άρθρου 7 ορίζεται σε 45μέρες για τις
πρωτοβάθμιες και 75 για τις λοιπές οργανώσεις.
Οι διατάξεις του άρθρου 22 παρ.4 εφαρμόζονται ανάλογα.
2. Ένα τουλάχιστον μήνα πρίν από την πρώτη μετά την έναρξη εφαρμογής αυτού του νόμου
συνέλευση κάθε συνδικαλιστικής οργάνωσης, η διοίκησή της οφείλει να προβεί στην εκκαθάριση του
μητρώου των μελών της σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παρ.1 και 2 του άρθρου 7 και 2 και 3 του
άρθρου 28 του νόμου αυτού. Για την περίπτωση μη συμμόρφωσης της διοίκησης ως και για διαφορές
που μπορεί να προκύψουν αποφασίζει το αρμόδιο Ειρηνοδικείο και εφαρμόζονται ανάλογα οι
διατάξεις του άρθρου 7 παρ.7 και 22 παρ.4 του νόμου αυτού.
ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα) Empty Απ: ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα)

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Κυρ Ιουν 26, 2011 5:32 pm

Άρθρο 26
1.Η Συνέλευση των μελών κάθε συνδικαλιστικής οργάνωσης μπορεί να αποφασίσει την
άμεση εφαρμογή των σχετικών με τις εκλογές διατάξεων του νόμου αυτού. Η συνέλευση, που θα
αποφασίσει σχετικά και σε καταφατική περίπτωση θα προχωρήσει στην εκλογή εφορευτικής
επιτροπής και αντιπροσώπων, συγκαλείται ύστερα από έγγραφη αίτηση του 1/10 των μελών της προς
το αρμόδιο για τη σύγκλησή της όργανο σύμφωνα με το καταστατικό της οργάνωσης.
Αν σε 15μέρες δεν γνωστοποιηθεί στον πρώτο από τους αιτούντες με έγγραφο του αρμόδιου οργάνου
η αποδοχή της αίτησης ή δεν κοινοποιηθεί και δημοσιευθεί, όπως ορίζεται στην παρ.4 αυτού του
άρθρου, η πρόσκληση για συνέλευση το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της οργάνωσης
εξουσιοδοτεί τους αιτούντες ή ορισμένους από αυτούς και ύστερα από αίτησή τους που συζητείται με
τη διαδικασία των άρθρων 739 καιε π. του Κ.Πολ.Δ. να συγκαλέσουν αυτοί τη Γενική Συνέλευση και
ρυθμίζει τη προεδρία της.
Η συνέλευση αποφασίζει με σχετική πλειοψηφία των παρόντων μελών της και με τις απαρτίες που
προβλέπονται στην παρ.2 του άρθρου 8 του νόμου αυτού χωρίς την επιφύλαξη της διάταξης του
άρθρου 99 του Αστικού Κώδικα.
2. Αν η Συνέλευση αποφασίσει αρνητικά συνεχίζεται κανονικά η θητεία των οργάνων με την
επιφύλαξη του άρθρου 9 παρ.1 εδάφιο β΄.
Αν πρόκειται για συνέλευση πρωτοβάθμιας οργάνωσης, στην περίπτωση αυτή, αμέσως μετά την
ανακοίνωση της αρνητικής της απόφασης καλείται από τον πρόεδρό της να αποφασίσει εάν θα
αντιπροσωπευτεί στην τριτοβάθμια οργάνωση δια μέσου του Εργατικού Κέντρου ή της Ομοσπονδίας,
που τυχόν ανήκει. Η παρ.2β του άρθρου 10 εφαρμόζεται κατά τα λοιπά αναλόγως.
Στην περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί η Συνέλευση των μελών σύμφωνα με τη διαδικασία της
παρ.1, η διοίκηση της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης συγκαλεί τη Συνέλευση, η οποία
αποφασίζει εάν θα αντιπροσωπευθεί στην τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση δια μέσου του
Εργατικού Κέντρου ή της Ομοσπονδίας. Η παρ.2β του άρθρου 10 εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις
της παρ. αυτής.
3. Οι διατάξεις της παρ.1 εφαρμόζονται για τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις μετά
τέσσερις μήνες, για τις δευτεροβάθμιες μετά επτά μήνες και για τις τριτοβάθμιες μετά εννέα μήνες
από τη δημοσίευση του νόμου.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι μπορεί να καθορίζεται
χρόνος έναρξης των παραπάνω προθεσμιών έξι μηνών αντί τεσσάρων για τις πρωτοβάθμιες
οργανώσεις, εννέα μηνών αντί επτά για τις δευτεροβάθμιες οργανώσεις και δώδεκα μηνών αντί εννέα
για τις τριτοβάθμιες οργανώσεις ή ορισμένες εξ αυτών.
∗∗∗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Περί παρατάσεως των προθεσμιών της παρ. 3 του άρθρου 26 του Ν. 1264/1982,
κ.λ.π.:Βλ. Υ.Α. 54770 της 10/30.11.82, η οποία ορίζει τα εξής:
"Παρατείνουμε τις προθεσμίες του πρώτου εδαφίου της παρ.3 του άρθρου 26 του Ν. 1264/1982 κατά
δύο (2) μήνες για τις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες και κατά τρεις (3) μήνες για τις τριτοβάθμιες
συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Οι διαδικασίες για την εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 26 του Ν. 1264/1982 θα
αρχίσουν μετά την εκπνοή των προθεσμιών που καθορίζονται παραπάνω".
4. Προκειμένου για πρωτοβάθμιες οργανώσεις με περισσότερα από 200 μέλη και επί ένα χρόνο από
τη δημοσίευση του νόμου αυτού, οι υπεύθυνοι για τη σύγκληση συνελεύσεων οφείλουν, εκτός από
άλλη τυχόν πρόβλεψη του καταστατικού και πριν από 20 τουλάχιστον μέρες, να δημοσιεύσουν σε
μια ημερήσια και αν δεν υπάρχει σε εβδομαδιαία εφημερίδα του τόπου της έδρας της οργάνωσης
και να κοινοποιήσουν με δικαστικό επιμελητή στις υπερκείμενες οργανώσεις πρόσκληση προς τα
μέλη τους για τη συνέλευση, που θα πραγματοποιηθεί με σημείωση για τον ακριβή τόπο και χρόνο
και το σκοπό της.. Αν δεν γίνουν η δημοσίευση και οι κοινοποιήσεις της πρόσκλησης αυτής, η
συνέλευση είναι άκυρη.
5. Για το πρώτο μετά την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου συνέδριο κάθε τριτοβάθμιας
συνδικαλιστικής οργάνωσης, μπορεί η διοίκησή της να ζητήσει από τις δευτεροβάθμιες
συνδικαλιστικές οργανώσεις της δύναμής της να αντιπροσωπευτούν σ' αυτό με αντιπροσώπους
που η εκλογή τους θα έχει πραγματοποιηθεί το πολύ ενάμιση χρόνο πριν από την ημέρα έναρξης
του συνεδρίου. Η απόφαση αυτή πρέπει να ανακοινωθεί στις δευτεροβάθμιες οργανώσεις το
λιγότερο τρεις μήνες πριν από την αποφασισμένη ημερομηνία του συνεδρίου.
Άρθρο 27
1.Ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Ειδικών Πόρων Εργασιακών Σωματείων (ΟΔΕΠΕΣ) καταργείται όπως
και το Ν.Δ. 891/1971 "περί οικονομικής υποβοηθήσεως εργασιακών σωματείων και ενώσεων". Η
τύχη της περιουσίας του καταργούμενου ΟΔΕΠΕΣ διέπεται, αποκλειστικά από τις επόμενες διατάξεις.
∗∗∗ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 1915/1990 (Α 186) "Από 1/1/92 καταργούνται οι
περί οικονομικής ενισχύσεως των συνδικαλιστικών οργανώσεων διατάξεις του άρθρου 27 του ν.
1264/1982 και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αναφέρεται στο θέμα αυτό".
2.Από τη δημοσίευση αυτού του νόμου όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ΟΔΕΠΕΣ
αναλαμβάνονται από την Εργατική Εστία χωρίς άλλη διατύπωση. Η Εργατική Εστία εκπληρώνει τις
υποχρεώσεις του ΟΔΕΠΕΣ προς τις συνδικαλιστικές οργανώσεις με τη διαδικασία και τους όρους του
Π.Δ. 901/1976 "περί αντικαταστάσεως των διατάξεων του Π.Δ. 189/1975 και περί της οικονομικής
ενισχύσεως των επί τη βάσει του Νόμου 89/1975 ανασυσταθέντων εργατοϋπαλληλικών
επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων" που εξακολουθεί να ισχύει μέχρι και τρεις (3) μήνες από
την κατάρτιση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή την έκδοση της ομοίας έκτασης
απόφασης διαιτησίας ή του Προεδρικού Διατάγματος που αναφέρονται στο άρθρο 6 του νόμου αυτού.
Για το σκοπό αυτό το προσωπικό του ΟΔΕΠΕΣ συνεχίζει να παρέχει τις υπηρεσίες του στην Εργατική
Εστία μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών και των ρυθμίσεων της παρ.3. Ειδικά για τις
οικονομικές ενισχύσεις του έτους 1982 οι προθεσμίες της παραγράφου 1 περίπτωση δ' του άρθρου 1
του Π.Δ. 901/1976 παρατείνονται μέχρι 31.8.1982.
3.Όλοι οι εργαζόμενοι, μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, στον ΟΔΕΠΕΣ, μπορεί να ενταχθούν,
ύστερα από αίτησή τους και απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Εργατικής Εστίας που
εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας, ανεξάρτητα από το όριο ηλικίας τους σε αντίστοιχες
προσωρινές θέσεις που θα συσταθούν στην Εργατική Εστία, ανάλογα με τις ανάγκες της. Με
Προεδρικό Διάταγμα, που θα εκδοθεί με πρόταση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης,
Οικονομικών και Εργασίας, θα καθορισθούν οι λεπτομέρειες της ένταξης, οι κλάδοι και οι βαθμοί των
θέσεων που θα συσταθούν καθώς και τα τυπικά προσόντα του προσωπικού που θα ενταχθεί. Ειδικά
για το προσωπικό του ΟΔΕΠΕΣ, ως προϋπηρεσία για την ένταξη αναγνωρίζεται και αυτή που
διανύθηκε στον ΟΔΕΠΕΣ. Κανένας από τους παραπάνω εργαζόμενους που εντάσσεται στην Εργατική
Εστία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν λαμβάνει συνολικά αποδοχές λιγότερες από
εκείνες που ελάμβανε πριν από την ένταξή του. Σε περίπτωση επί πλέον διαφοράς, αυτή διατηρείται
σαν προσωρινό επίδομα μέχρι την κάλυψή του. Οι εργαζόμενοι στον ΟΔΕΠΕΣ, που για οποιαδήποτε
λόγο δεν θα ενταχθούν ως μόνιμοι, σύμφωνα με τα παραπάνω είναι δυνατόν ύστερα από αίτησή τους
με απόφαση του Δ.Σ. της Εργατικής Εστίας που εγκρίνεται από τον Υπουργό Εργασίας να συνεχίσουν
την απασχόλησή τους στην Εργατική Εστία με τη σχέση και τους όρους που εργάζονται σ' αυτόν.
Στους υπόλοιπους η Εργατική Εστία οφείλει τις νόμιμες αποζημιώσεις σαν να είχε καταγγελθεί η
σύμβαση εργασίας τους και να είχαν απολυθεί κατά τη δημοσίευση του παραπάνω Π.Δ.
∗∗∗ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 7 του Ν. 1915/1990 (Α΄ 186): Από 1/1/92 καταργούνται οι περί
οικονομικής ενισχύσεως των συνδικαλιστικών οργανώσεων
διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 1264/1982 και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη
που αναφέρεται στο θέμα αυτό.
Μέχρι την 31/3/91 θα συνεχιστεί, όπως ισχύει μέχρι σήμερα, η χρηματοδότηση των
συνδικαλιστικών οργανώσεων, μέσω τηε Εργατικής Εστίας, από το 40% των πόρων
της για την εξυπηρέτηση των σκοπών της παραγράφου β΄ του άρθρου 1 του ν. 678/1977.
Από 1/4/91 μέχρι 31/12.91 θα συνεχιστεί η παραπάνω χρηματοδότηση μειωμένη κατά
ποσοστό 50%. Το υπόλοιπο 50% από τους πόρους του 40% της Εργατικής Εστίας θα
διατίθεται για την εξυπηρέτηση των σκοπών της παραγράφου α΄ του άρθρου 1 του ν.
678/1977.
4.Από 1.1.1992 ποσοστό έως 10% των πόρων του Οργανισμού Εργατικής Εστίας
(Ο.Ε.Ε.) θα καταβάλλεται στις δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις για
την κάλυψη των ακόλουθων δαπανών:
α)Οι δαπάνες για την εξασφάλιση στέγης συμπεριλαμβανομένης της θερμάνσεως.
β) Οι δαπάνες για έπιπλα σκεύη και εξοπλισμό γραφείων.
γ) Οι λειτουργικές δαπάνες (τέλη ιδρύσεως, τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, φωτισμού ) και η δαπάνη
μισθοδοσίας του προσωπικού τους.
δ )Οι δαπάνες για την ανάπτυξη δημόσιων σχέσεων ως και διεθνών επαφών με
οργανισμούς της αλλοδαπής που έχουν συναφείς με τον Οργανισμό Εργατικής
Εστίας σκοπούς.
ε) Οι δαπάνες για την ενίσχυση και ανάπτυξη της έρευνας μελέτης και προαγω-
Άρθρο 28
1.Μέχρι εκδόσεως του κατά την παρ.2 του άρθρου 29 εκλογικού συνδικαλιστικού βιβλιαρίου ο
εργαζόμενος μέλος συνδικαλιστικής οργάνωσης χρησιμοποιεί το ασφαλιστικό βιβλιάριο υγείας όπου
γίνονται όλες οι εγγραφές που καθορίζει το άρθρο 13 παρ.1
2.Εργαζόμενος που είναι μέλος σε περισσότερα από δύο σωματεία κατά τη διάκριση της παρ.1 του
άρθρου 7 υποχρεούται μέσα σε 2 μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού να επιλέξει τις
οργανώσεις στις οποίες θα είναι μέλος και να ζητήσει τη διαγραφή του από τις λοιπές.
Μετά την παραπάνω προθεσμία αν υπάρχουν πολλές εγγραφές είναι έγκυρες μόνο οι δύο πρώτες
κατά σειρά εγγραφής και με την διάκριση της παρ.1 του άρθρου 7.Τυχόν ωφελήματα από
ασφαλιστική ή υγειονομική κάλυψη που απολαμβάνουν μέλη σωματείου, από τη δύναμη του οποίου
είτε διαγράφονται, είτε αποχωρούν ύστερα από την παραπάνω ρύθμιση δε θίγονται.
3.Όσα αναφέρονται στην παρ.2 του άρθρου αυτού ισχύουν ανάλογα για τις πρωτοβάθμιες και
δευτεροβάθμιες οργανώσεις. σε σχέση με όσα αναφέρονται στις παρ.2 και3 του άρθρου 7.
4. Ποινές που έχουν επιβληθεί για πράξεις που προέβλεπε και τιμωρούσε ο Ν.30/1976 και που δεν
θεωρούνται αξιόποινες με το νόμο αυτό διαγράφονται από τα ποινικά μητρώα με φροντίδα του
αρμοδίου Εισαγγελέα.
Άρθρο 29
1.Με Π.Δ/ τα που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εργασίας και Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι
λεπτομέρειες: α) της τήρησης του ειδικού βιβλίου και του φακέλλου συνδικαλιστικών οργανώσεων ως
και της χορήγησης αντιγράφων των εγγράφων και των βεβαιώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2.
β)Της τήρησης των βιβλίων των συνδικαλιστικών οργανώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3.
2.Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας , μετά γνώμη της πιο αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας
οργάνωσης της χώρας καθορίζεται η διαδικασία εκδόσεως , το σχήμα και τα λοιπά στοιχεία του
συνδικαλιστικού εκλογικού βιβλιαρίου καθώς και οι εγγραφές που γίνονται σ` αυτό.
3.Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας ρυθμίζεται ο τρόπος και το ύψος της αμοιβής των
δικαστικών αντιπροσώπων.
ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα) Empty Απ: ΝΟΜΟΣ 1264/82 (για το συνδικαλιστικό κίνημα)

Δημοσίευση από ΜΑΡΙΟΡΗ Κυρ Ιουν 26, 2011 5:35 pm

Άρθρο 30

1. Ο νόμος αυτός , όπως είναι , εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ.3-10, 16 παρ.7-9, 22
παρ.1 και 2, 24 και 27, εφαρμόζεται με τις ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται παρακάτω
ανάλογα και στους έμμισθους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, όπως και στους μόνιμους ή
με θητεία υπαλλήλους των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών
Ιδρυμάτων, των εκκλησιαστικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και λοιπών Νομικών
Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ακόμη Δε και στους υπαλλήλους με σχέση ιδιωτικού δικαίου που
κατέχουν οργανικές θέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ.3 του Συντάγματος.

2. Για την επέκταση της κατά την προηγούμενη παράγραφο εφαρμογής, ως εργαζόμενοι λογίζονται
και οι δημόσιοι υπάλληλοι όπου στον παρόντα νόμο αναφέρονται οι λέξεις εργοδότης,
επιχείρηση, εκμετάλλευση με τον όρο αυτόν νοούνται και το Δημόσιο και τα πιο πάνω νομικά
πρόσωπα με τις αρμόδιες υπηρεσίες τους. Όπου γίνεται λόγος για εργατικό κέντρο, η μνεία δεν
αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους.

3. Δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσίων υπαλλήλων είναι: α) Οι
ομοσπονδίες των κατά κλάδους ή ειδικότητες σωματείων , που τα μέλη τους υπάγονται οργανικά
σε ένα ή και σε περισσότερα Υπουργεία ή τα Ν.Π.Δ.Δ. της παρ.1 του παρόντος και β) οι
ομοσπονδίες σωματείου που τα μέλη τους υπάγονται οργανικά στο ίδιο Υπουργείο ή στα κατά
την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου Ν.Π.Δ.Δ ή ομάδα Ν.Π.Δ.Δ. που τελεί υπό την εποπτεία
του ίδιου Υπουργείου. Όπου υπάλληλοι ενός Υπουργείου ανήκουν σε μια και ενιαία
συνδικαλιστική οργάνωση του Υπουργείου αυτού με περισσότερους κλάδους, η οργάνωση τους
θεωρείται, για το λόγο αυτό, και σαν δευτεροβάθμια.. Κάθε πρωτοβάθμια οργάνωση μπορεί να
γίνει μέλος σε μια μόνο δευτεροβάθμια, εφόσον δεν υπάρχει άλλη οργάνωση. Σε περίπτωση που
πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση ανήκει σε περισσότερες από μια δευτεροβάθμιες
οργανώσεις υποχρεούται στην πρώτη γενική συνέλευση των μελών της που θα συγκληθεί μετά
την ισχύ του νόμου αυτού, να αποφασίσει σε ποια δευτεροβάθμια (ομοσπονδία) θα παραμείνει
ως μέλος της.

4. Κάθε υπάλληλος, από το διορισμό του, μπορεί να γίνει μέλος μόνο μιας συνδικαλιστικής
οργάνωσης των κατά κλάδους ή ειδικότητες διαρθωμένων και μιας οργάνωσης του χώρου
εργασίας, αφού καταβάλλει την ορισμένη από το καταστατικό συνδρομή. Εκτός των άλλων
περιπτώσεων που τυχόν ορίζει το καταστατικό της οργάνωσης του, ο υπάλληλος διαγράφεται
από μέλος αυτής από το χρονικό σημείο της λύσης της υπαλληλικής σχέσης, καθώς και αν πήρε
μέρος στις δύο τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη της διοίκησης.

5. Με την επιφύλαξη του άρθρου 11 του Ν.1256/1982 <<για την πολυθεσία., την πολυαπασχόληση
και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο δημόσιο τομέα καθώς και για το Ελεγκτικό
Συνέδριο, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και άλλες διατάξεις>>, δεν επιτρέπεται η μετάθεση
των κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δημοσίων υπαλλήλων που είναι μέλη
διοικητικών συμβουλίων η προσωρινών διοικήσεων πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών
οργανώσεων εφ’ όσον αυτές ανήκουν σε δευτεροβάθμιες μέλη τριτοβάθμιων οργανώσεων, χωρίς
την έγγραφη συγκατάθεση των ίδιων των υπαλλήλων και της συνδικαλιστικής τους οργάνωσης.
Κατά τον ίδιο τρόπο προστατεύονται και τα μέλη των διοικήσεων των δευτεροβάθμιων και των
τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων.

6. Η επιτροπή του άρθρου 15 του νόμου αυτού όταν πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους
αποτελείται: α)Από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών της περιφέρειας όπου παρέχει τις υπηρεσίες του ο
υπάλληλος ή Πρωτοδίκη ή Ειρηνοδίκη που ορίζεται απ’ αυτόν, με την αναφερόμενη στο άρθρο
11 σειρά για ετήσια θητεία.β)Από έναν υπάλληλο, που ορίζει ο Υπουργός Προεδρίας
Κυβερνήσεως, ύστερα από συνεννόηση με τον κατά περίπτωση αρμόδιο Υπουργό. γ)Από έναν
εκπρόσωπο των υπαλλήλων, που υποδεικνύει η πιο αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια οργάνωση
της χώρας.

7. Η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 19 του νόμου αυτού εφαρμόζεται και για το δικαίωμα απεργίας
των δημοσίων υπαλλήλων. Ο χρόνος της απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων θεωρείται ως
χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, χωρίς όμως να καταβάλλονται οι αποδοχές του χρόνου
απεργίας.

***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 37 παρ.2 του Ν.1731/1987 (Α 161):Για την
περικοπή των αποδοχών των απεργούντων υπαλλήλων, μετά την καθιέρωση του συστήματος
πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας λαμβάνεται υπόψη, για κάθε εργάσιμη ημέρα το 1/30 των
καθαρών μηνιαίων αποδοχών των υπαλλήλων (μετά την αφαίρεση των κρατήσεων πλην φόρου
και δανείων), καθώς και το 1/5 των ίδιων αποδοχών για την ημέρα του Σαββάτου.

8. Α)Προκειμένου για τους δημοσίους υπαλλήλους της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου,
κήρυξη της απεργίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί πριν περάσουν τέσσερις (4) πλήρεις μέρες,
από τη γνωστοποίηση των αιτημάτων και των λόγων που τα θεμελιώνουν με έγγραφο που
κοινοποιείται, με δικαστικό επιμελητή, στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως, στο Υπουργείο
Οικονομικών, στο Υπουργείο που υπάγονται οι υπάλληλοι αυτοί, καθώς επίσης και στις
διοικήσεις των φορέων που εποπτεύονται απ΄αυτό, όταν πρόκειται για απεργία υπαλλήλων τους.

β) Η απεργία κηρύσσεται από δευτεροβάθμιες ή τριτοβάθμιες οργανώσεις μετά από απόφαση της
Γενικής Συνέλευσης.

9. Κατά την διάρκεια απεργίας των δημοσίων υπαλλήλων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου
δεν επιτρέπεται η πρόσληψη έκτακτων υπαλλήλων.
Στις πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις των δημοσίων
υπαλλήλων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δεν μπορούν να είναι μέλη συνταξιούχοι ή
συνδικαλιστικές οργανώσεις συνταξιούχων.

***ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κατά το άρθρο 22 παρ.5 του
Ν.1400/1983 (Α 156).<<Για τους υπαγόμενους στο άρθρο 30 του Ν.1264/1982 υπαλλήλους, οι από
το άρθρο 17 του ίδιου νόμου προβλεπόμενες συνδικαλιστικές άδειες, είναι με αποδοχές.>>.

Άρθρο 30α

1. Ο νόμος αυτός , όπως ισχύει σήμερα , εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.3,7 παρ.1 και
3,11 παρ.1 εδάφ. 2,12,14 παρ.3-10,15,16 παρ.5 και 7-9 , 17, 18 παρ.1 19-22 , 23 παρ.1 και 2, 24,
26 , 27 και 30 , εφαρμόζεται ανάλογα , με τις ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στις επόμενες
παραγράφους του άρθρου αυτού και στους εν ενεργεία αστυνομικούς υπαλλήλους κάθε βαθμού
της Ελληνικής Αστυνομίας.

2. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου , όπου στο νόμο αυτόν χρησιμοποιούνται
οι όροι εργοδότης , << επιχείρηση>> ή <<εκμετάλλευση>> νοείται το Δημόσιο και όπου
χρησιμοποιείται ο όρος εργαζόμενοι νοούνται οι υπάλληλοι της προηγούμενης παραγράφου.
Ομοίως , όπου γίνεται λόγος για Εργατικό Κέντρο, η μνεία δεν αφορά τους υπαλλήλους της
προηγούμενης παραγράφου.

3. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα , η άσκηση των
συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των αστυνομικών υπαλλήλων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα
όρια που προσδιορίζονται από τις ιδιομορφίες, την αποστολή και ιδιαίτερα τον εθνικό ,
κοινωνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα της Ελληνικής Αστυνομίας.

4. Οι εν ενεργεία αστυνομικοί υπάλληλοι επιτρέπεται να συστήσουν: α) Σε κάθε νομό μία ένωση
αστυνομικών υπαλλήλων μέχρι και το βαθμό του ανθυπαστυνόμου και σε κάθε διοικητική
περιφέρεια μια ένωση αξιωματικών ως πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μέλη των
οργανώσεων αυτών μπορούν να είναι μόνο όσοι υπηρετούν στα όρια του νόμου ή της διοικητικής
περιφέρειας , αντίστοιχα. Οι αξιωματικοί δύνανται , αντί της ένωσης αξιωματικών , να γίνονται
μέλη της ένωσης αστυνομικών υπαλλήλων . Οι ανθυπαστυνόμοι δύνανται αντί της ένωσης
αστυνομικών υπαλλήλων να γίνονται μέλη της ένωσης αξιωματικών. β) Μία ομοσπονδία των
πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων αστυνομικών υπαλλήλων και μία ομοσπονδία των
πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων αξιωματικών , ως δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές
οργανώσεις. γ) Μία τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση (συνομοσπονδία) , την οποία
απαρτίζουν οι δύο παραπάνω ομοσπονδίες και στην οποία εκπροσωπούνται με αριθμό
αντιπροσώπων, που καθορίζεται με το καταστατικό της. Η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παρ.3
του άρθρου 9 του παρόντος νόμου δεν έχει εφαρμογή για την εκπροσώπηση των ανωτέρω
ομοσπονδιών στην τριτοβάθμια οργάνωση.

5. Κάθε αστυνομικός υπάλληλος δικαιούται να είναι μέλος μόνο της πρωτοβάθμιας
συνδικαλιστικής οργάνωσης του νομού ή της διοικητικής περιφέρειας όπου υπηρετεί. Σε
περίπτωση μετάθεσής του σε άλλο νομό ή σε άλλη περιφέρεια διαγράφεται υποχρεωτικά από τη
συνδικαλιστική οργάνωση , της οποίας ήταν μέλος και δικαιούται να εγγραφεί στη
συνδικαλιστική οργάνωση του νομού ή της διοικητικής περιφέρειας στην οποία μετατίθεται .

6. Οι εισφορές των μελών παρακρατούνται από την διαχείριση χρηματικού της υπηρεσίας από την
οποία πληρώνονται και αποδίδονται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις του παρόντος άρθρου,
σύμφωνα με τις καταστάσεις μελών που υποβάλλονται από αυτές.

7. Από την παρούσα δύναμη κάθε υπηρεσίας δεν επιτρέπεται να απουσιάζει για συμμετοχή σε
συνελεύσεις των συνδικαλι8στικών οργανώσεων τους , ποσοστό μεγαλύτερο του 1/3 των
αξιωματικών και του 1/4 των κατώτερων υπαλλήλων και με την προϋπόθεση ότι το επιτρέπουν οι
ανάγκες της υπηρεσίας , κατά την αιτιολογημένη κρίση του διοικητή της μονάδας. Αν τα μέλη
που επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συνέλευση ξεπερνούν τα παραπάνω ποσοστά , διενεργείται
κλήρωση μεταξύ τους με τρόπο που ορίζεται στο καταστατικό της οικείας συνδικαλιστικής
οργάνωσης.

8. Στον πρόεδρο και στο γενικό γραμματέα κάθε συνδικαλιστικής οργάνωσης των αστυνομικών
υπαλλήλων παρέχονται , για την εκπλήρωση των συνδικαλιστικών τους υποχρεώσεων , ειδικές
άδειες απουσίας έως τέσσερις (4) ημέρες το μήνα κατ’ ανώτατο όριο. Στους αντιπροσώπους της
ομοσπονδίας παρέχεται άδεια απουσίας καθόλη τη διάρκεια των συνεδρίων στα οποία μετέχουν ,
η οποία όμως δεν δύναται να υπερβαίνει τις τέσσερις (4) ημέρες κατ’έτος .Οι δικαιούμενοι άδειας
υποχρεούνται να ενημερώνουν τουλάχιστον τον διοικητή της υπηρεσίας τους , πριν δύο (2)
ημέρες. Τα παραπάνω πρόσωπα δεν μετατίθενται όσο διαρκεί η θητεία τους έξω από τον νομό ,
στον οποίο υπηρετούν , εκτός αν το ζητήσουν τα ίδια ή κριθεί τούτο αναγκαίο λόγω προαγωγής
,άσκησης πειθαρχικής διώξεως για πειθαρχικό παράπτωμα, με το οποίο προβλέπεται από τις
οικείες διατάξεις ανώτερη πειθαρχική ποινή ή θέση τους σε κατάσταση διαθεσιμότητας για
λόγους πειθαρχίας.

9. Η εκλογή των οργάνων και αντιπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων γίνεται από ενιαίο
ψηφοδέλτιο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται όλοι οι υποψήφιοι. Κάθε εκλογέας μπορεί να θέσει
αριθμό σταυρών ίσο με το 1/3 του αριθμού των εδρών του διοικητικού συμβουλίου ή της
ελεγκτικής επιτροπής ή των αντιπροσώπων. Σε περίπτωση κλάσματος, ο επιτρεπόμενος αριθμός
σταυρών στρογγυλοποιείται στον αμέσως προηγούμενο ακέραιο. Εκλέγονται κατά σειρά οι
υποψήφιοι που συγκέντρωσαν τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης, έως ότου συμπληρωθεί
ο αριθμός των εδρών του διοικητικού συμβουλίου ή της ελεγκτικής επιτροπής ή των
αντιπροσώπων.

10. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των αστυνομικών υπαλλήλων, καθώς και τα μέλη τους, δεν
επιτρέπεται ιδίως: Α) Να συμμετάσχουν σε απεργίες, καθώς και σε κάθε είδους εκδηλώσεις
πολιτικών ή συνδικαλιστικών φορέων ή πολιτικών προσώπων ή να ασκούν προπαγάνδα υπέρ ή
κατά αυτών. Εξαιρούνται τα συνέδρια και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις των συνδικαλιστικών
φορέων. Β) Να προσχωρούν ή να γίνονται μέλη άλλων επαγγελματικών συνδικαλιστικών
οργανώσεων, εκτός των Διεθνών Αστυνομικών Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, ή να
εκπροσωπούν άλλους εργαζόμενους . Γ) Να αναμειγνύονται με οποιονδήποτε τρόπο σε θέματα
διοίκησης των Υπηρεσιών.

11. Οργανώσεις αστυνομικών υπαλλήλων της Ελληνικής Αστυνομίας, που έχουν ήδη συσταθεί,
οφείλουν να προσαρμόσουν τα καταστατικά τους στις ρυθμίσεις των παραπάνω διατάξεων και
να ζητήσουν την έγκριση αυτών από τα αρμόδια δικαστήρια μέσα σε δύο (2) μήνες από την
έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Οι οργανώσεις αυτές, καθώς και όσες ιδρυθούν βάσει του νόμου
αυτού οφείλουν να προκηρύξουν εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων τους όχι νωρίτερα από
τέσσερις (4 ) μήνες και όχι αργότερα από έξι (6 ) μήνες από την έγκριση του καταστατικού τους.
Μόνο οι ενώσεις αστυνομικών, που συνιστώνται και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του
παρόντος άρθρου, εκπροσωπούν τα συμφέροντα των αστυνομικών.

12. Αστυνομικοί, που ως μέλη διοικητικού συμβουλίου αστυνομικών οργανώσεων, τιμωρήθηκαν
πειθαρχικά για παραπτώματα που είχαν άμεση σχέση με την συνδικαλιστική τους δράση,
δικαιούνται, εφόσον είναι στην ενέργεια, να ζητήσουν την επανεξέταση των πειθαρχικών τους
υποθέσεων, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στην Υπηρεσία τους εντός ανατρεπτικής προθεσμίας
τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. Οι αιτήσεις εξετάζονται από τα αρμόδια
όργανα, τα οποία επέβαλαν τις πειθαρχικές ποινές.

***Το άρθρο 30Α προστέθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2265/1994

Άρθρο 31

1. Η εργασιακή σχέση των απασχολουμένων στον Τύπο και η λύση της διέπεται από τις ισχύουσες
γενικές διατάξεις του εργατικού δικαίου καταργούμενης κάθε αντίθετης ρύθμισης.

2. Κάθε διάταξη νόμου που κατοχυρώνει περιορίζει ή εξαρτά το δικαίωμα της εργασίας στον Τύπο
και την παροχή στους εργαζομένους σ’ αυτόν παρεπόμενων της εργασίας τους δικαιωμάτων από
την συμμετοχή τους ή μη σε συγκεκριμένη επαγγελματική οργάνωση ή από την υπαγωγή τους
στο Ν. 1186/1981 ή σε ορισμένο ασφαλιστικό φορέα, καταργείται.

3. Η ικανοποίηση των παρεπόμενων της εργασίας δικαιωμάτων προϋποθέτει του λοιπού μόνο την
απόδειξη ύπαρξης σύμβασης εργασίας με τον Τύπο.

4. Στο άρθρο 4 του Α.Ν. 99/1967 προστίθεται τέταρτη περίπτωση που έχει ως εξής: <<δ) Επί
απολύσεων τεχνικών, απασχολουμένων εις τας Ημερησίας Εφημερίδας Αθηνών και
Θεσσαλονίκης>>.

5. Η αληθινή έννοια της παρ.4 του άρθρου 9 του Ν.1186/1981 είναι ότι ο υπολογισμός του χρόνου
υπηρεσίας των Τεχνικών Τύπου στους οποίους αναφέρεται η διάταξη γίνεται κατά τις κείμενες
νομοθετικές διατάξεις ή Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας εφόσον ειδικά ρυθμίζουν το θέμα.

6. Η αποζημίωση που προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις για την περίπτωση της οικειοθελούς
αποχωρήσεως λόγω συνταξιοδοτήσεως ή της απολύσεως των Τεχνικών Τύπου που συνδέονται
με σύμβαση εργασίας στις εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, των οποίων η στοιχειοθεσία
γίνεται εν όλω ή εν μέρει σε λινοτυπικές μηχανές και ή εκτύπωση σε κυλινδρικά πιεστήρια,
ορίζεται στο ήμισυ.

ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 32

Καταργούνται, με την επιφύλαξη της παρ.2 εδάφ.β΄ του άρθρου 1:

1. Ο Ν. 330/1976 << περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων και διασφαλίσεως της
συνδικαλιστικής ελευθερίας>>

2. Η παρ. 2 του άρθρου μόνου του Α.Ν. 620/1945 <<περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των
νόμων 148 του 1945, 274 του 1945 και 581 του ιδίου έτους.

3. Α.Ν. 1083/1951 << περί προστασίας των συνδικαλιστικών στελεχών >>.

4. Οι διατάξεις νόμων, βασιλικών διαταγμάτων, αναγκαστικών νόμων και νομοθετικών
διαταγμάτων που είχαν καταργηθεί με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 330/1976 θεωρούνται επίσης
καταργημένες.

5. Ο Ν. 643/1977 << περί διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας των δημοσίων υπαλλήλων
και περί του δικαιώματος της απεργίας αυτών>>.

6. Όσες διατάξεις νόμων, διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων είναι αντίθετες προς τις
διατάξεις του παρόντος νόμου ή αναφέρονται σε θέματα ρυθμιζόμενα με αυτόν.

____________________________________________

ΠΗΓΗ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΩΣ ΑΝΩ ΝΟΜΟΥ:

http://www.kepea.gr/Uploads/nomos1264.pdf
ΜΑΡΙΟΡΗ
ΜΑΡΙΟΡΗ

Αριθμός μηνυμάτων : 5300
Εγγραφή : 13/01/2008

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης